συνερπύζω
From LSJ
Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master
English (LSJ)
creep or go together, Opp.H.1.328: also συνέρπω, Arr. Epict.2.24.18, AP4.4.5 (Agath.), Gloss.
Greek (Liddell-Scott)
συνερπύζω: ἕρπω ὁμοῦ, Ὀππ. Ἁλ. 1. 328· ― ὡσαύτως, συνέρπω, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 2. 24, 18, Ἀνθ. Π. 4. 4, 5.
Greek Monolingual
Α
προχωρώ σερνόμενος μαζί με άλλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἑρπύζω «σέρνομαι»].
German (Pape)
= συνέρπω, Opp. Hal. 1.328.