σφακτός

From LSJ
Revision as of 10:30, 3 December 2022 by Spiros (talk | contribs)

μισῶ σοφιστὴν ὅστις οὐχ αὑτῷ σοφός → I hate the sage who recks not his own rede, I hate the sage who is not wise for himself, I hate the wise man who is not wise on his own

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σφακτός Medium diacritics: σφακτός Low diacritics: σφακτός Capitals: ΣΦΑΚΤΟΣ
Transliteration A: sphaktós Transliteration B: sphaktos Transliteration C: sfaktos Beta Code: sfakto/s

English (LSJ)

ή, όν, slain, slaughtered, δαίς E.Hec.1078 (lyr.) θηρία Rev.Arch.30(1929).29 (Gortyn, iv A.D.).

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
égorgé, immolé.
Étymologie: σφάζω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σφακτός -ή -όν [σφάζω] afgeslacht, geslacht, afgemaakt.

German (Pape)

geschlachtet, gemordet, σφακτὰν δαῖτα Eur. Hec. 1077.

Russian (Dvoretsky)

σφακτός: [adj. verb. к σφάζω заколотый, зарезанный: σφακτὴ κυσὶν δαίς Eur. зарезанная (и брошенная) собакам добыча.

Spanish

sacrificado

Greek (Liddell-Scott)

σφακτός: -ή, -όν, ἐσφαγμένος, πεφονευμένος, σφακτὰν κυσὶ φοινίαν δαῖτα Εὐρ. Ἑκ. 1077.

Greek Monolingual

σφαχτός, -ή, -ό / σφακτός, -ή, -όν, ΝΑ σφάζω
αυτός που θανατώθηκε με σφαγή, σφαγμένος
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το σφαχτό
α) το σφάγιο, το σφαχτάρι
β) το βόσκημα που προορίζεται για σφαγή.