κιονίσκος

From LSJ
Revision as of 07:24, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (20)

τίς γὰρ ἁδονᾶς ἄτερ θνατῶν βίος ποθεινὸς ἢ ποία τυραννίς; τᾶς ἄτερ οὐδὲ θεῶν ζηλωτὸς αἰών → What human life is desirable without pleasure, or what lordly power? Without it not even the life of the gods is enviable.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κῑονίσκος Medium diacritics: κιονίσκος Low diacritics: κιονίσκος Capitals: ΚΙΟΝΙΣΚΟΣ
Transliteration A: kionískos Transliteration B: kioniskos Transliteration C: kioniskos Beta Code: kioni/skos

English (LSJ)

ὁ, Dim. of κίων, Haussoullier Milet p.173, Ath.12.514c (pl.), J.AJ8.3.6 (pl.), Hero Aut.1.3, al.

German (Pape)

[Seite 1441] ὁ, dim. von κίων, kleine Säule; Ath. XII, 514 c; Ios. u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

κῑονίσκος: ὁ, ὑποκορ. τοῦ κίων, Ἀθήν. 514C, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 8. 3. 6.

Greek Monolingual

ο (Α κιονίσκος) κίων
μικρός κίονας, μικρός στύλος
νεοελλ.
ναυτ. στον πληθ. οι κιονίσκοι
μικροί κίονες οι οποίοι βρίσκονται στο κατάστρωμα πλοίων και χρησιμοποιούνται για την ανάδεση τών σχοινιών ρυμούλκησης.