μικρόφρων

From LSJ
Revision as of 04:30, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

τίς γὰρ ἁδονᾶς ἄτερ θνατῶν βίος ποθεινὸς ἢ ποία τυραννίς; τᾶς ἄτερ οὐδὲ θεῶν ζηλωτὸς αἰών → What human life is desirable without pleasure, or what lordly power? Without it not even the life of the gods is enviable.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μικρόφρων Medium diacritics: μικρόφρων Low diacritics: μικρόφρων Capitals: ΜΙΚΡΟΦΡΩΝ
Transliteration A: mikróphrōn Transliteration B: mikrophrōn Transliteration C: mikrofron Beta Code: mikro/frwn

English (LSJ)

ονος, ὁ, ἡ, (φρήν) small-minded, D.C.61.5, Max.Tyr.41.5 (σμ-). Adv. -φρόνως Poll.4.15.

German (Pape)

[Seite 185] ον, von kleinlicher, niedriger Gesinnung, kleinmüthig, D. Cass. 61, 5; – μικροφρόνως verwirft Poll. 4, 15.

Greek (Liddell-Scott)

μῑκρόφρων: -ονος, ὁ, ἡ, (φρὴν) ὁ ταπεινὰ φρονῶν, ἔχων ταπεινὸν φρόνημα, χαμερπής, Δίων Κ. 61. 5. - Ἐπίρρ. -φρόνως, μικροπρεπῶς, Πολυδ. Δ΄, 15.

Greek Monolingual

μικρόφρων, ὁ και ἡ (Α)
1. αυτός που έχει ταπεινό φρόνημα, ο μετριόφρων
2. μικροπρεπής, χαμερπής.
επίρρ...
μικροφρόνως (Α)
με μικρόφρονα τρόπο, μικροπρεπώς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μικρ(ο)- + -φρων (< φρην, φρενός), πρβλ. μεγαλό-φρων].