προκυμία
From LSJ
Πενίαν φέρειν καὶ γῆράς ἐστι δύσκολον → Tolerare inopiam cum senectute arduum est → Im Alter Armut zu ertragen ist gar schwer
English (LSJ)
ἡ, (κῦμα) breakwater, J.BJ1.21.6; prob. for προκυμάτια (sic) in Id.AJ15.9.6.
Greek (Liddell-Scott)
προκυμία: (διάφ. γραφ. προκυμαία), ἡ, (κῦμα) προτείχισμα πρὸς ἀνακοπὴν τῶν κυμάτων, «μῶλος», Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 1. 21, 6· οὕτως ἐν Ἰουδ. Ἀρχ. 15. 9, 7, διορθωτέον προκυμία ἀντὶ προκυματία.
Greek Monolingual
ἡ, Α
βλ. προκυμαία.
German (Pape)
[ῡ], ἡ, = προκυμαία.