πρωτόκοσμος
From LSJ
εἰ γάρ κεν καὶ σμικρὸν ἐπὶ σμικρῷ καταθεῖο καὶ θαμὰ τοῦτ᾽ ἔρδοις, τάχα κεν μέγα καὶ τὸ γένοιτο → for if you add only a little to a little and do this often, soon that little will become great (Hesiod W&D, 361-362)
English (LSJ)
ὁ, in Crete, president of κόσμοι, SIG524.3 (iii B.C.), Historia 5.226, etc.
German (Pape)
[Seite 805] ὁ, der erste Ordner, eine Obrigkeit in Kreta, Inscr.
Greek (Liddell-Scott)
πρωτόκοσμος: ὁ, ὁ πρῶτος κόσμος, ἄρχων τις ἐν Κρήτῃ, ἴδε κόσμος ΙΙΙ.
Greek Monolingual
ὁ, Α
(στην Κρήτη) ο πρόεδρος του συλλόγου τών κόσμων, δηλαδή τών δέκα ανώτατων ενιαύσιων αρχόντων τών δωρικών πολιτευμάτων, αντίστοιχος προς τον επώνυμο άρχοντα τών Αθηνών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο)- + κόσμος «οι δέκα ανώτατοι άρχοντες τών δωρικών πολιτευμάτων στην Κρήτη»].