βαυκίζω
From LSJ
Ὡς πάντα τιμῆς ἐστι πλὴν τρόπου κακοῦ → Ut cuncta nunc sunt cara, nisi mores mali → Charakterlosigkeit allein bleibt ohne Ehr
English (LSJ)
(βαυκός) to play the prude, AB225:—Med., Alex.222.9, Hsch.
Greek (Liddell-Scott)
βαυκίζω: (βαυκὸς) θρύπτομαι, χαϊδεύομαι, Λατ. delicius facere, Α. Β. 225. – Μέσ., Ἄλεξ. Ταραντ. 4. 9, Ἡσύχ.