δασύπρωκτος
From LSJ
ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → love your neighbor as yourself, thou shalt love thy neighbour as thyself, love thy neighbour as thyself
English (LSJ)
ον, with a hairy behind, with shaggy anus, rough-bottomed, Pl.Com.3.
Spanish (DGE)
(δᾰσύπρωκτος) -ον
de culo velludo ὦ Κινύρα, βασιλεῦ Κυπρίων, ἀνδρῶν δασυπρώκτων Pl.Com.3, Hsch.s.u. σακκινόσυκοι, Sud.s.u. Μελαμπύγου, Gloss.2.266.
German (Pape)
[Seite 524] mit rauchem Hintern, Plat. com. bei Ath. X, 456 a.
Greek (Liddell-Scott)
δᾰσύπρωκτος: -ον, ὁ δασὺν ἔχων πρωκτόν, Πλάτ. Κωμ. Ἀδων. 1.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α δασύπρωκτος, -ον)
όποιος έχει τριχωτό πρωκτό
νεοελλ.
1. το αρσ. ως ουσ. μικρό τρωκτικό Θηλαστικό της Αμερικής
2. το ουδ. ως ουσ. γένος υμενόπτερων Εντόμων).