δασύπρωκτος

From LSJ
Revision as of 09:30, 12 February 2023 by Spiros (talk | contribs)

ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → love your neighbor as yourself, thou shalt love thy neighbour as thyself, love thy neighbour as thyself

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δᾰσῠ́πρωκτος Medium diacritics: δασύπρωκτος Low diacritics: δασύπρωκτος Capitals: ΔΑΣΥΠΡΩΚΤΟΣ
Transliteration A: dasýprōktos Transliteration B: dasyprōktos Transliteration C: dasyproktos Beta Code: dasu/prwktos

English (LSJ)

ον, with a hairy behind, with shaggy anus, rough-bottomed, Pl.Com.3.

Spanish (DGE)

(δᾰσύπρωκτος) -ον
de culo velludo ὦ Κινύρα, βασιλεῦ Κυπρίων, ἀνδρῶν δασυπρώκτων Pl.Com.3, Hsch.s.u. σακκινόσυκοι, Sud.s.u. Μελαμπύγου, Gloss.2.266.

German (Pape)

[Seite 524] mit rauchem Hintern, Plat. com. bei Ath. X, 456 a.

Greek (Liddell-Scott)

δᾰσύπρωκτος: -ον, ὁ δασὺν ἔχων πρωκτόν, Πλάτ. Κωμ. Ἀδων. 1.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α δασύπρωκτος, -ον)
όποιος έχει τριχωτό πρωκτό
νεοελλ.
1. το αρσ. ως ουσ. μικρό τρωκτικό Θηλαστικό της Αμερικής
2. το ουδ. ως ουσ. γένος υμενόπτερων Εντόμων).