κατωρίς
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
English (LSJ)
ίδος, ἡ, in dual, bands or ribbands hanging from the στέφανος, IG22.1388.22.
German (Pape)
[Seite 1407] ίδος, ἡ, Inscr. I p. 235, κατωρίδε δύο, nach Böckh goldene Bänder, die vom Kranze herabhangen.
Greek (Liddell-Scott)
κατωρίς: -ίδος, ἡ·- κατωρίδε δύω, ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 150. 21, φαίνεται ὅτι εἶνε δύο ταινίαι κρεμάμεναι πρὸς τὰ κάτω ἀπὸ τοῦ στεφάνου·- ὁ Ἡσύχ. ἔχει κατώρης, ὅπερ ἑρμηνεύει διὰ τοῦ «κάτω ῥέπων»·- περὶ τοῦ τύπου πρβλ. ἀντηρίς.
Greek Monolingual
κατωρίς, -ίδος, ἡ (Α)
(στον δυϊκό) φρ. «κατωρίδε δύω» — ταινίες κρεμασμένες από στεφάνι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + -ωρίς (< ὄρνυμαι «εξορμώ»), τ. που απαντά μόνο στο παρόν σύνθ. όν. Το -ω λόγω εκτάσεως εν συνθέσει. Πρβλ. και κατ-ώρης].