θυρσοχαρής
From LSJ
ὡς χαρίεν ἄνθρωπος, ὅταν ἄνθρωπος ᾖ → how graceful is man when he is really a man | what a fine thing a human is, when truly human
English (LSJ)
ές, delighting in the thyrsus, Inscr.Magn.215a.23, AP3.1 (Inscr. Cyzic.).
German (Pape)
[Seite 1228] ές, sich des Thyrsus freuend, Epigr. Cyzic. 1 (III, 1).
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
qui se plaît à porter un thyrse.
Étymologie: θύρσος, χαίρω.
Russian (Dvoretsky)
θυρσοχᾰρής: с ликованием несущий тирс(ы) (γόνος, sc. Σεμέλης Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
θυρσοχᾰρής: -ές, εὐφραινόμενος ἐπὶ τῷ θύρσῳ, Ἀνθ. Π. 3. 1.
Greek Monolingual
θυρσοχαρής, -ές (Α)
αυτός που χαίρεται με τον θύρσο, δηλ. που ευφραίνεται με τις διονυσιακές πομπές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θύρσος + -χαρής (< χάρος, το «χαρά»), πρβλ. αιμο-χαρής, περιχαρής.
Greek Monotonic
θυρσοχᾰρής: -ές (χαίρω), αυτός που βρίσκει ευχαρίστηση, απόλαυση με το θυρσό, σε Ανθ. Π.