κοχλιάζων

From LSJ
Revision as of 18:40, 11 January 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "v.l. " to "v.l. ")

τί ἥδιστον, τὸ ἐπιτυγχάνειν → what's pleasant, to get the goal

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κοχλιάζων Medium diacritics: κοχλιάζων Low diacritics: κοχλιάζων Capitals: ΚΟΧΛΙΑΖΩΝ
Transliteration A: kochliázōn Transliteration B: kochliazōn Transliteration C: kochliazon Beta Code: koxlia/zwn

English (LSJ)

οντος, ὁ, in a machine, a kind of κοχλίας, Orib.49.20.6 (v.l. -άξων).

Greek Monolingual

κοχλιάζων, -οντος και κοχλιάξων, -ονος ὁ (Α)
είδος κοχλία που χρησιμοποιούνταν ως εξάρτημα μηχανής.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. κοχλιάζων δίνει την εντύπωση μετοχής ενεστ. ενός αμάρτυρου ρ. κοχλιάζω (< κοχλίας). Ο παρλλ. τ. κοχλιάξων σχηματίστηκε πιθ. με επίδραση του ἄξων.