στρεβλοκάρδιος

From LSJ
Revision as of 11:38, 10 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")

ὦ θάνατε παιάν, μή μ᾽ ἀτιμάσῃς μολεῖν· μόνος γὰρ εἶ σὺ τῶν ἀνηκέστων κακῶν ἰατρός, ἄλγος δ᾽ οὐδὲν ἅπτεται νεκροῦ. → O death, the healer, reject me not, but come! For thou alone art the mediciner of ills incurable, and no pain layeth hold on the dead.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στρεβλοκάρδιος Medium diacritics: στρεβλοκάρδιος Low diacritics: στρεβλοκάρδιος Capitals: ΣΤΡΕΒΛΟΚΑΡΔΙΟΣ
Transliteration A: streblokárdios Transliteration B: streblokardios Transliteration C: strevlokardios Beta Code: strebloka/rdios

English (LSJ)

ον, perverse or froward of heart, Aq., Sm., Thd. Pr.11.20.

German (Pape)

[Seite 952] verdrehtes, verkehrtes Herzens, LXX.

Greek (Liddell-Scott)

στρεβλοκάρδιος: -ον, διεστραμμένος τὴν καρδίαν, ἔχων στρέβλην καρδίας, Ἀκύλ. ἐν Παλ. Διαθ.· - ἐντεῦθεν τὸ ῥῆμα στρεβλοκαρδιάω, Βυζ.

Greek Monolingual

-ία, -ον, Α
διεστραμμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στρεβλός + -κάρδιος (< καρδία), πρβλ. σκληροκάρδιος].