πάμμικρος
From LSJ
ἔκστασίς τίς ἐστιν ἐν τῇ γενέσει τὸ παρὰ φύσιν τοῦ κατὰ φύσιν → what is contrary to nature is any developmental aberration from what is in accord with nature (Aristotle, On the Heavens 286a19)
English (LSJ)
ον, very small, Arist.PA665b1, 669b29, Po.1450b37, Gal.18(2).753.
German (Pape)
[Seite 454] ganz, sehr klein, Arist. part. anim. 3, 4 u. Sp.
Russian (Dvoretsky)
πάμμικρος: очень маленький, крошечный, мельчайший (ζῷον Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
πάμμῑκρος: -ον, μικρότατος, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 3. 4, 2., 3. 7. 4, Ποιητ. 7, 9.
Greek Monolingual
πάμμικρος, -ον (Α)
ο πάρα πολύ μικρός, μικρότατος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + μικρός.