ἀπεκλέγομαι
Ὁ θάνατος οὐθὲν πρὸς ἡμᾶς, ἐπειδήπερ ὅταν μὲν ἡμεῖς ὦμεν, ὁ θάνατος οὐ πάρεστιν, ὅταν δὲ ὁ θάνατος παρῇ, τόθ' ἡμεῖς οὐκ ἐσμέν. → Death is nothing to us, since when we are, death has not come, and when death has come, we are not.
English (LSJ)
pick out and reject, Dsc.1.7, Antip.Stoic.3.252, Arr.Epict.4.7.40.
Spanish (DGE)
desechar de una planta ἣν δεῖ ἀπεκλέγεσθαι Dsc.1.7, ζῆν ... ἀπεκλεγομένους ... τὰ παρὰ φύσιν Antip.Stoic.3.252, τὰ (τῶν ἀδιαφόρων) ἀπεκλέγεται Chrysipp.Stoic.3.29, cf. Arr.Epict.4.7.40.
German (Pape)
[Seite 285] beim Auswählen verwerfen, Diosc.; Antip. bei Clem. Al. Strom. 2, 21.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπεκλέγομαι: μέσ. διαλέγω καὶ ἀπορρίπτω τὰ μὴ καλά, ἀποχωρίζω, τὴν μέντοι μέλαιναν καὶ δυσκάτακτον ἀπεκλέγου Διοσκ. π. Ὕλ. Ἰατρ. Γ. 22 (25).
Greek Monolingual
ἀπεκλέγομαι (Α)
ξεδιαλέγω, αποχωρίζω τα άχρηστα ή τα περιττά.