ἐρυθρόγραμμος
From LSJ
ἐν πίθῳ ἡ κεραμεία γιγνομένη → trying to run before you can walk, the potter's art starting on a big jar
English (LSJ)
ον, with red lines, Arist.Fr.294, cf. Ath.7.321e.
German (Pape)
[Seite 1036] mit rothen Linien, Ath. VII, 305 d 321 e.
Russian (Dvoretsky)
ἐρυθρόγραμμος: с красными полосами (σάλπη Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐρυθρόγραμμος: -ον, ἐρυθρὰς ἔχων γραμμάς, Ἀριστ. Ἀποσπ. 278, πρβλ. Ἀθήν. 321Ε.
Greek Monolingual
ἐρυθρόγραμμος, -ον (Α)
αυτός που έχει κόκκινες γραμμές («ἐστι δὲ πολύγραμμος καὶ ἐρυθρόγραμμος», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ερυθρός + -γραμμος < γραμμή.