ἀνακμάζω
From LSJ
εἰς δὲ θεοὺς ἀσεβείας τε καὶ εὐσεβείας καὶ γονέας καὶ αὐτόχειρος φόνου μείζους ἔτι τοὺς μισθοὺς διηγεῖτο → and he had still greater requitals to tell of piety and impiety towards the gods and parents and of self-slaughter
English (LSJ)
break out afresh with renewed vigour, of στάσις, J.BJ 5.1.1.
Spanish (DGE)
recrudecerse συνέβη καὶ τὴν ... στάσιν ἀνακμάσασαν τριμερῆ γενέσθαι I.BI 5.2.
Greek Monolingual
ἀνακμάζω (Α)
ξεσπώ εκ νέου με ορμή (για «στάσιν»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα- + ἀκμάζω.
ΠΑΡ. ἀνακμαστικός.