ἀρχοντεύω

Revision as of 14:50, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

English (LSJ)

hold office of ἄρχων, IPE12.130.17 (Olbia, ii/iii A. D.).

Spanish (DGE)

ser arconte, IHadrian.40.7 (II d.C.), IPE 12.130.17 (Olbia II/III d.C.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀρχοντεύω: εἶμαι ἄρχων, Συλλ. Ἐπιγρ. 2076, 2402: - ἐντεῦθεν ἀρχοντία ἢ ἀρχοντεία, ἐπικράτεια ἄρχοντος, ἐπαρχία, τοὺς τῶν ἄλλων ἀρχοντιῶν λαοὺς Νικηφόρος Κωνσταντινουπόλεως σ. 50. 15.

Greek Monolingual

ἀρχοντεύω) άρχων
1. είμαι ή γίνομαι πλούσιος
2. (-ομαι) συμπεριφέρομαι αρχοντικά.