τυμπανόδουπος
From LSJ
τὸ ἀγαθὸν αἱρετόν· τὸ δ' αἱρετὸν ἀρεστόν· τὸ δ' ἀρεστὸν ἐπαινετόν· τὸ δ' ἐπαινετὸν καλόν → what is good is chosen, what is chosen is approved, what is approved is admired, what is admired is beautiful
English (LSJ)
ον, sounding with drums, Orph.H.14.3.
Greek (Liddell-Scott)
τυμπᾰνόδουπος: -ον, ὁ ἠχῶν διὰ τῆς κρούσεως τυμπάνων, Ὀρφ. Ὕμν. 13. 3.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που ηχεί με την κρούση τυμπάνων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τύμπανον + δοῦπος (πρβλ. ασπιδόδουπος)].