χειμαρρώδης
Τοὺς τῆς φύσεως οὐκ ἔστι λανθάνειν (μανθάνειν) νόμους → Legibus naturae non potest evadier → Naturgesetze keiner insgeheim verletzt
English (LSJ)
ες, like a torrent, Str.9.1.24, 13.1.70.
French (Bailly abrégé)
ης, ες:
semblable à un torrent.
Étymologie: χείμαρρος.
Greek (Liddell-Scott)
χειμαρρώδης: -ες, (εἶδος) ὅμοιος πρὸς χείμαρρον, ποταμὸς χειμαρρώδης τὸ πλέον Στράβ. 400· χειμαρρῶδες ποτάμιον 616· χειμαρρώδους λιβάδος Εὐστάθ. 1374, 47.
{{grml
|mltxt=-ες / χειμαρρώδης, -ῶδες, ΝΑ [[χειμάρρους / χείμαρρος
νεοελλ.
μτφ.
1. (για πρόσ. και για πράγμ.) ορμητικός σαν χείμαρρος (α. «είναι χειμαρρώδης στις αντιδράσεις του» β. «χειμαρρώδης λόγος»)
2. (για πρόσ.) ευφράδης («χειμαρρώδης ρήτορας»)
αρχ.
αυτός που ρέει σαν χείμαρρος.
}}
Greek Monotonic
χειμαρρώδης: -ες (εἶδος), αυτός που μοιάζει με χείμαρρο, σε Στράβ.
Middle Liddell
χειμαρ-ρώδης, ες εἶδος
like a torrent, Strab.