νεοκηδής

From LSJ
Revision as of 10:35, 10 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")

Ἐρωτώμενος διὰ τί ὀλίγους ἔχει μαθητάς, ἔφη ὅτι ἀργυρέᾳ αὐτοὺς ἐκβάλλω ῥάβδῳ → When asked why he had so few pupils, he replied ‘I chase them away with a silver stick (Diogenes Laertius 6.4.5, on the philosopher Antisthenes)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νεοκηδής Medium diacritics: νεοκηδής Low diacritics: νεοκηδής Capitals: ΝΕΟΚΗΔΗΣ
Transliteration A: neokēdḗs Transliteration B: neokēdēs Transliteration C: neokidis Beta Code: neokhdh/s

English (LSJ)

ές, whose grief is fresh, θυμός Hes.Th.98.

German (Pape)

[Seite 242] ές, in neuen, frischen Sorgen, frischer Trauer, θυμός, Hes. Th. 98.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui souffre d'une douleur récente.
Étymologie: νέος, κῆδος.

Russian (Dvoretsky)

νεοκηδής: охваченный новой скорбью, страдающий от свежей раны (θυμός Hes.).

Greek (Liddell-Scott)

νεοκηδής: -ές, ὁ ἔχων πρόσφατον θλῖψιν, Ἡσ. Θ. 98· ὡς τὰ νεοπενθής, νεοπαθής.

Greek Monolingual

νεοκηδής, -ές (Α)
(ποιητ. τ.) αυτός που έχει πληγεί από πένθος πρόσφατα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)- + -κηδής (< κῆδος «φροντίδα»), πρβλ. φιλοκηδής].

Greek Monotonic

νεοκηδής: -ές (κῆδος), αυτός που έχει πρόσφατο πένθος, σε Ησίοδ.

Middle Liddell

νεο-κηδής, ές κῆδος
whose grief is fresh, freshgrieving, Hes.