νεοκηδής
Ἐρωτώμενος διὰ τί ὀλίγους ἔχει μαθητάς, ἔφη ὅτι ἀργυρέᾳ αὐτοὺς ἐκβάλλω ῥάβδῳ → When asked why he had so few pupils, he replied ‘I chase them away with a silver stick (Diogenes Laertius 6.4.5, on the philosopher Antisthenes)
English (LSJ)
ές, whose grief is fresh, θυμός Hes.Th.98.
German (Pape)
[Seite 242] ές, in neuen, frischen Sorgen, frischer Trauer, θυμός, Hes. Th. 98.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
qui souffre d'une douleur récente.
Étymologie: νέος, κῆδος.
Russian (Dvoretsky)
νεοκηδής: охваченный новой скорбью, страдающий от свежей раны (θυμός Hes.).
Greek (Liddell-Scott)
νεοκηδής: -ές, ὁ ἔχων πρόσφατον θλῖψιν, Ἡσ. Θ. 98· ὡς τὰ νεοπενθής, νεοπαθής.
Greek Monolingual
νεοκηδής, -ές (Α)
(ποιητ. τ.) αυτός που έχει πληγεί από πένθος πρόσφατα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)- + -κηδής (< κῆδος «φροντίδα»), πρβλ. φιλοκηδής].
Greek Monotonic
νεοκηδής: -ές (κῆδος), αυτός που έχει πρόσφατο πένθος, σε Ησίοδ.
Middle Liddell
νεο-κηδής, ές κῆδος
whose grief is fresh, freshgrieving, Hes.