μακρόηλος
From LSJ
νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖιν → godly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet
English (LSJ)
ον, with long nails, Theognost.Can.84.
Greek (Liddell-Scott)
μακρόηλος: -ον, ἔχων μακροὺς ἥλους, Θεογνώστ. Καν. 84. 23.
Greek Monolingual
μακρόηλος, -ον (Μ)
αυτός που έχει μακριά καρφιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μακρ(ο)- + ἧλος «καρφί» (πρβλ. αργυρόηλος)].