ποτίκολλος

From LSJ
Revision as of 12:38, 30 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2")

οὔ ποτ' εἶμι τοῖς φυτεύσασίν γ' ὁμοῦ → I will never meet thοse who begat me

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ποτίκολλος Medium diacritics: ποτίκολλος Low diacritics: ποτίκολλος Capitals: ΠΟΤΙΚΟΛΛΟΣ
Transliteration A: potíkollos Transliteration B: potikollos Transliteration C: potikollos Beta Code: poti/kollos

English (LSJ)

ον, Dor. for πρόσκ-, Pi.Fr.241.

German (Pape)

dor. = πρόσκολλος.

Russian (Dvoretsky)

ποτίκολλος: дор. Pind. = πρόσκολλος.

Greek (Liddell-Scott)

ποτίκολλος: -ον, Δωρ. ἀντὶ πρόσκ-, Πινδ. Ἀποσπ. 280.

English (Slater)

ποτίκολλος stuck to ποτίκολλον ἅτε ξύλον παρὰ ξύλῳ fr. 241.

Greek Monolingual

-ον, Α
(ποιητ. και δωρ. τ.) ο πρόσκολλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποτί, τ. ισοδύναμος του πρός + -κολλος (< κόλλα), πρβλ. παρά-κολλος, σύγ-κολλος].