νευρομῆτραι
From LSJ
ῥᾴδιον φθείρειν φαρμακεύσεσιν ἢ ἀποτροπαῖς ἢ καὶ κλοπαῖς → easy to spoil by means of sorcery or diverting or theft
English (LSJ)
αἱ, = ψόαι, Clearch.72, Ruf.Onom.189, 192.
Greek Monolingual
νευρομῆτραι, αἱ (Α)
οι μυώνες της οσφύος οι οποίοι φθάνουν μέχρι τα νεφρά, αλλ. ψόαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νεῦρον + μήτρα.