πλατύσαρκος
From LSJ
Οὐκ ἔστι σιγᾶν αἰσχρόν, ἀλλ' εἰκῆ λαλεῖν → Silere non est turpe, sed frustra loqui → nicht Schweigen schändet, sondern Schwätzen auf gut Glück
English (LSJ)
[ῠ], ον, broad-fleshed, στῆθος Polem.Phgn.42.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που έχει πληθωρικές σάρκες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλατυ- + -σαρκος (< σάρξ, σαρκός), πρβλ. παχύσαρκος].