ἄθελκτος
Ῥᾴθυμος ἐὰν ᾖς, πλούσιος πένης ἔσῃ → Si dives es pigerque, mox iners eris → Dein Leichtsinn macht alsbald dich arm, seist du auch reich
English (LSJ)
ον, implacable, A.Supp.1055, Lyc.1335.
Spanish (DGE)
-ον
I de pers.
1 no hechizado ἀφάρμακτοι καὶ ἄθελκτοι Procl.in Alc.258.
2 que no se deja seducir, indoblegable σὺ δὲ θέλγοις ἂν ἄθελκτον A.Supp.1055, πόσις Hymn. en GDRK 56.45.
II implacable εἰ Κύκλωπος εἶχον ... ψυχὴν ἄθελκτον Trag.Adesp.665.29, ποινὰς ἀθέλκτους θ' ἁρπαγὰς διζήμεναι buscando venganzas e implacables saqueos Lyc.1335.
German (Pape)
[Seite 45] nicht zu besänftigen, Aesch. Suppl. 1041 ποιναί Lyc. 1335.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
inflexible.
Étymologie: ἀ, θέλγω.
Greek Monotonic
ἄθελκτος: -ον (θέλγω), άκαμπτος, άτεγκτος, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
ἄθελκτος: неумолимый (ὁ μέγας Ζεύς Aesch.).
Middle Liddell
θέλγω
implacable, Aesch.
Translations
implacable
Bulgarian: неумолим; Catalan: implacable; Czech: neuklidnitelný, neutišitelný; Dutch: onverzoenlijk; English Middle English: implācāble; Finnish: leppymätön; Georgian: შეუბრალებელი; German: unversöhnlich; Gothic: 𐌿𐌽𐌷𐌿𐌽𐍃𐌻𐌰𐌲𐍃; Greek: αμείλικτος, αδυσώπητος; Ancient Greek: ἄθελκτος, ἀκήρυκτος, ἄλληκτος, ἀμείλικτος, ἀμείλιχος, ἀμετάγνωστος, ἀνάρσιος, ἀνεξίλαστος, ἀνήκεστος, ἀπρήϋντος, ἀπροφάσιστος, ἄσπειστος, ἄσπονδος, ἀστεργής, δυσάρεστος, δυσμείλικτος; Hungarian: engesztelhetetlen; Italian: implacabile; Latin: implacabilis, implacabile; Manx: neuveeinagh; Maori: kaikiko; Norwegian: uforsonlig; Persian: رام نشدنی, آشتی ناپذیر; Portuguese: implacável; Romanian: implacabil; Russian: непримиримый, неумолимый, заклятый; Spanish: implacable; Turkish: yatıştırılamaz; Ukrainian: непримиренний, непримиримий