κληρονόμημα
From LSJ
ἄνθρωπος ὢν ἥμαρτον· οὐ θαυμαστέον → being human I made a mistake; there is nothing remarkable about it
English (LSJ)
ατος, τό, inheritance, Luc.Tyr.6.
German (Pape)
[Seite 1451] τό, das durchs Loos Zugetheilte, die Erbschaft, Luc. Tyrannicid. 6 u. a. Sp.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
héritage.
Étymologie: κληρονομέω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κληρονόμημα -ατος, τό [κληρονομέω] erfenis.
Russian (Dvoretsky)
κληρονόμημα: ατος τό наследие, наследство Luc.
Greek Monolingual
το (Α κληρονόμημα) κληρονομώ
η κληρονομία, αυτό που κληρονομεί κάποιος.
Greek Monotonic
κληρονόμημα: -ατος, τό, κληρονομιά, σε Λουκ.
Greek (Liddell-Scott)
κληρονόμημα: τό, κληρονομία, Λουκ. Τυρανν. 6, Κλήμ. Ἀλ. 879.
Middle Liddell
κληρονόμημα, ατος, τό, [from κληρονομέω
an inheritance, Luc. [from κληρονομέω