βλεπτός

From LSJ
Revision as of 17:50, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2, $3.<br")

εἰ μὴ ἦλθον καὶ ἐλάλησα αὐτοῖς, ἁμαρτίαν οὐκ εἶχον → if I had not come and spoken to them, they would not be guilty of sin

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βλεπτός Medium diacritics: βλεπτός Low diacritics: βλεπτός Capitals: ΒΛΕΠΤΟΣ
Transliteration A: bleptós Transliteration B: bleptos Transliteration C: vleptos Beta Code: blepto/s

English (LSJ)

ή, όν, to be seen, S.OT1337.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
digno de ser visto τί δῆτ' ἐμοὶ βλεπτὸν ἦν στερκτόν S.OT 1337.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qu'il faut voir, digne d'être vu.
Étymologie: adj. verb. de βλέπω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βλεπτός -ή -όν βλέπω waard om te zien, waard om bekeken te worden.

Russian (Dvoretsky)

βλεπτός: достойный созерцания: τί δῆτ᾽ ἐμοι βλεπτόν; Soph. на что мне еще глядеть?

Greek (Liddell-Scott)

βλεπτός: -ή, -όν, ὃν δύναταί τις νὰ ἴδῃ, ἄξιος νὰ ἴδῃ τις αὐτόν, Σοφ. Ο. Τ. 1337.

Greek Monolingual

βλεπτός, -ή, -όν (Α) βλέπω
εκείνος τον οποίο μπορεί ή αξίζει να δει κανείς.

Greek Monotonic

βλεπτός: -ή, -όν, αυτός που φαίνεται ή που αξίζει να κοιταχθεί, σε Σοφ.

Middle Liddell

[From βλέπω
to be seen, worth seeing, Soph.