δισθανής

From LSJ
Revision as of 13:13, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")

συκοφάντης ἐστὶν ἐν πόλει λύκος (τοῖς πέλας λύκος) → Calumniator, quemquem novit, huic lupus'st → Der Denunziant lebt in der Stadt gleichsam als Wolf (ist seinen Nachbarn wie ein Wolf)

Menander, Monostichoi, 440
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δισθᾰνής Medium diacritics: δισθανής Low diacritics: δισθανής Capitals: ΔΙΣΘΑΝΗΣ
Transliteration A: disthanḗs Transliteration B: disthanēs Transliteration C: disthanis Beta Code: disqanh/s

English (LSJ)

ές, twice dead, Od.12.22.

Spanish (DGE)

(δισθᾰνής) -ές
• Morfología: [ép. plu. δισθανέες Od.12.22]
que muere dos veces, Od.l.c.

German (Pape)

[Seite 642] ές, zweimal sterbend, Od. 12, 22, ἅπαξ εἰρημ., vgl. Scholl.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui meurt deux fois.
Étymologie: δίς, θνῄσκω.

Russian (Dvoretsky)

δισθᾰνής: дважды умирающий (об Одиссее, при жизни посетившем Аид) Hom.

Greek (Liddell-Scott)

δισθανής: -ές, δὶς ἀποθανών, Ὀδ. Μ. 22.

Greek Monolingual

δισθανής, -ές (Α)
αυτός που πήγε δύο φορές στον κάτω κόσμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δισ- (βλ. δις) + -θανής < (θ.) θαν-(έθανον)].

Greek Monotonic

δισθᾰνής: -ές (θανεῖν, θνῄσκω), αυτός που πεθαίνει δύο φορές, σε Ομήρ. Οδ.

Middle Liddell

δισ-θᾰνής, ές adj θανεῖν, θνήσκω
twice dead, Od.