ἄοπτος
From LSJ
Τὶ δὲ σὺ διά τὸν Θεὸν δύνασαι ἀρνηθῆναι; Οἷον δὲ μέτρον ἀγάπης τῶν ἀγαπώντων σε ἐστί; (Χρύσανθος Καταπόδης, Σχολὴ Ζωῆς) → ?
English (LSJ)
ον, unseen, Antipho Soph.4.
Spanish (DGE)
-ον
entrevisto, vislumbradodefinido como ἀντὶ τοῦ ἀόρατα καὶ οὐκ ὀφθέντα, ἀλλὰ δόξαντα ὁρᾶσθαι Antipho Soph.B 4
•no comprendido ἀληθεία Cyr.Al.M.75.909D.
German (Pape)
[Seite 272] ungesehen, Antiph. bei Harpocr.
Greek (Liddell-Scott)
ἄοπτος: -ον, (*ὄπτομαι) ἀόμματος, τυφλός, ἀόρατος, «ἄοπται ἀντὶ τῶν ἀόρατα καὶ οὐκ ὀφθέντα ἀλλὰ δόξαντα ὁρᾶσθαι, Ἀντιφῶν ἀληθείας α΄.» Ἁρποκρ.