λιτραῖος
From LSJ
ῥᾴδιον φθείρειν φαρμακεύσεσιν ἢ ἀποτροπαῖς ἢ καὶ κλοπαῖς → easy to spoil by means of sorcery or diverting or theft
English (LSJ)
α, ον, A weighing or worth a λίτρα, χείλη AP11.204 (Pall.), cf. Gal.13.415. II λ. κέρας a drinking-cup holding 1 λίτρα, ib.435.
French (Bailly abrégé)
αία, αῖον;
qui pèse ou ne pèse qu'une livre.
Étymologie: λίτρα.
German (Pape)
= λιτριαῖος, Pallad. 39 (XI.204), χείλη.
Russian (Dvoretsky)
λιτραῖος: весящий римский фунт, фунтовый Anth.
Greek (Liddell-Scott)
λῑτραῖος: -α, -ον, ζυγίζων ἢ ἀξίζων μίαν λίτραν, Λατ. libralis, Ἀνθ. Π. 11. 204, Γαλην. 13. 657· οὕτω, λιτριαῖος, Διον. Ἁλ. 9. 27· ἴδε Λοβεκ. Φρύν. 545.
Greek Monolingual
λιτραῖος, -αία, -ον (Α) λίτρα·1. αυτός που ζυγίζει ή αξίζει μία λίτρα
2. αυτός που έχει χωρητικότητα μιας λίτρας.
Greek Monotonic
λῑτραῖος: -α, -ον, αυτός που ζυγίζει ή αξίζει όσο μια λίτρα, σε Ανθ.