φιλοφρονέομαι
ψυχῆς ἀγῶνα τὸν προκείμενον πέρι δώσων → to stand the appointed trial for his life, to stand the appointed struggle for life and death
English (LSJ)
fut. ήσομαι, Luc.Tim.48, etc.: aor. ἐφιλοφρονησάμην and -φρονήθην, v. infr.: (φιλόφρων):—
A treat or deal with kindly, show favour to, τινα Hdt.3.50, Pl.Lg.738d, al.; τὰ ἄγρια ὄντα τῶν θηρίων Gal.19.211; φ. τινὰ τῇ δικέλλῃ salute him with a blow of the mattock, Luc. l. c.; also φ. περί τινα Epicur.Ep.2p.35U.; φιλοφρονήσασθαι ἀλλήλους greet or embrace one another, X.An.4.5.34 (so in aor. Pass. φιλοφρονηθῆναι Id.Cyr.3.1.40): metaph., ἤθη κακὰ φ. embrace bad habits, Pl.Lg.669c: also,
2 c. dat., φιλοφρονήσασθαί τινι show a favour to one, X.Cyr.3.1.8, Oec.4.20; πρὸ ἅπαντας, πρὸς τοὺς Ἕλληνας, D.S.16.89,91: metaph., φ. θυμῷ indulge passion, Pl.Lg.935c.
3 abs., to be of a kindly temper, be of a cheerful temper, X.Ap.7; show a favour, τοῖς -ησαμένοις εὐχαριστεῖ Phld.Herc.1251.22.
II of things, cheer, please, be welcome to, τινας Pl.Lg.820e.
III Act. φιλοφρονέων is found in D.S.27.4, but is f.l. for φίλα φρονέων in Od.16.17; so φιλοφρονοῦσι Plu.2.750d (leg. φίλα φρονοῦσι), and φιλοφρονεῖν v.l. for φιλοπραγμονεῖν in Nicostr. ap. Stob.4.22.102; 2sg. imper. φιλοφρό[νει] is restd.in SIG1268 ii 2 (Miletopolis).
German (Pape)
[Seite 1288] dep. mit aor. pass. u. med., – 1) liebreich, wohlwollend begegnen, behandeln, Gewogenheit erzeigen; τινά, Her. 3, 50, φιλοφρονοῦνται ἀλλήλους μετὰ θυσιῶν Plat. Legg. V, 738 d; u. τινί, Xen. Cyr. 3, 1,8; auch πρός τινα, Plut. Demetr. 15, D. Sic. 16, 91; freundlich bewillkommnen, begrüßen; – φιλοφρονήσασθαί τί τινι, Einem einen Gefallen, einen Freundschaftsdienst erzeigen, Xen. Cyr. 3, 1,8; φιλοφρονηθῆναι, einander Freundschaft erzeigen, sich gegenseitig begrüßen, Cyr. 3, 1,40, wie φιλοφρονήσασθαι ἀλλήλους An. 4, 5,54; Pol. 22, 1,9 u. Sp. – 2) heiter u. fröhlich werden, Sp. – 3) Einem gefällig, zu Willen sein, wie χαρίζομαι, θυμῷ Plat. Legg. XI, 935 a. – Das act. φιλοφρονέω ist nur f. L. für φίλα φρονέω, Od. 16, 17.
French (Bailly abrégé)
-οῦμαι;
f. φιλοφρονήσομαι, ao. ἐφιλοφρονησάμην ou ἐφιλοφρονήθην;
I. tr. ind. avoir des sentiments d'amitié ou de bienveillance : τινι pour qqn;
II. tr. 1 traiter ou accueillir avec bonté, acc.;
2 rendre service : τί τινι rendre qqe service à qqn;
III. abs. être de belle humeur, être gai, joyeux.
Étymologie: φιλόφρων.
Russian (Dvoretsky)
φιλοφρονέομαι:
1 быть благосклонным, благожелательным, ласковым (τινι Xen. и προς τινα Diod.);
2 ласково встречать, дружелюбно приветствовать (τινα Her., Plat.): φιλοφρονήσασθαι ἀλλήλους или φιλοφρονηθῆναι Xen. обменяться любезностями; φ. τινα τῇ δικέλλῃ ирон. Luc. приветствовать кого-л. киркой (кочергой);
3 быть склонным: φ. ἤθη κακά Plat. усваивать дурные нравы; θυμῷ κακῷ φιλοφρονούμενος Plat. склонный к раздражению;
4 быть в хорошем настроении (ὑγιὲς τὸ σῶμα ἔχων καί τὴν ψυχὴν δυναμένην φ. Xen.);
5 быть приятным: φ. τινα Plat. нравиться кому-л.
Greek (Liddell-Scott)
φῐλοφρονέομαι: -οῦμαι· μέλλ. -ήσομαι Λουκ. Τίμ. 48, κλπ.· ἀόριστ. ἐφιλοφρονησάμην καὶ -φρονήθην, ἴδε κατωτ.· ἀποθετ. (φιλόφρων). Μεταχειρίζομαί τινα φιλοφρόνως, φέρομαι φιλοφρόνως ἢ μετ’ εὐμενείας πρός τινα, τινα Ἡρόδ. 3. 50, Πλάτ. Νόμ. 738D, κ. ἀλλ.· φιλοφρονοῦμαί τινα τῇ δικέλλῃ, περιποιοῦμαι αὐτὸν μὲ κτύπημα ταῆς δικέλλης, φιλοδωρῶ μὲ τὴν δίκελλαν, Λουκ. Τίμ. 48· μεταφορ., φιλ. ἤθη κακά, ἐγκολποῦμαι κακὰ ἤθη, Πλάτ. Νόμ. 669Β· ― ὡσαύτως, 2) μετά δοτικ., φιλοφρονοῦμαί τινι, δεικνύω φιλοφροσύνην πρός τινα, Ξεν. Κύρ. 3. 1, 8, Οἰκ. 4, 20· πρός τινα Διόδ. 16. 89, 91· ― μεταφορ., φ. θυμῷ, ὡς τὸ θυμῷ χαρίζεσθαι, εἴκειν, Πλάτ. Νόμ. 935C. ― Παθ. ἀόρ. φιλοφρονηθέντας ὥσπερ εἰκὸς ἐκ συναλλαγῆς, ἀφοῦ ἔκαμαν πρὸς ἀλλήλους τὰς ἀπαιτουμένας φιλοφρονήσεις ὡς ἦτο ἑπόμενον μετὰ τὴν συμφιλίωσιν, Ξεν. Κύρ. 3. 1, 40· ἀνθ’ οὗ ἐν τῇ Ἀναβ. 4. 5, 34, ὑπάρχει φιλοφρονήσασθαι ἀλλήλους, πρβλ. Πλάτ. Νόμ. 738D· πρβλ. φιλοφροσύνη. 3) ἀπολ., ἔχω ἀγαθὴν διάθεσιν, εὔθυμον χαρακτῆρα, Ξεν. Ἀπολ. 7. ΙΙ. ἐπὶ πραγμάτων, εὐφραίνω, εὐαρεστῶ, τινα Πλάτ. Νόμ. 820Ε. ΙΙΙ. τὸ ἐνεργ. φιλοφρονέων εἶναι κατὰ πλημμελ. γραφὴν ἀντὶ φίλα φρονέων ἐν Ὀδ. Π. 17, ἀλλ’ ἀπαντᾷ παρὰ Πλουτ. 2. 750D, Νικοστρ. παρὰ Στοβ. 426. 43. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 473.
Greek Monotonic
φῐλοφρονέομαι: μέλ. -ήσομαι, αόρ. αʹ ἐφιλοφρονησάμην και -φρονήθην· αποθ., (φιλόφρων)·
1. μεταχειρίζομαι κάποιον με φιλοφρόνηση, δείχνω ευγένεια, τινα, σε Ηρόδ., Πλάτ.· φιλοφρονέομαι τῇ δικέλλῃ, περιποιούμαι κάποιον με το χτύπημα της δικέλλας, σε Λουκ.
2. με δοτ., φιλοφρονήσασθαί τινι, κάνω χάρη σε κάποιον, σε Ξεν.· αόρ. αʹ Παθ., φιλοφρονηθῆναι, με αμοιβαία έννοια, δείχνουμε φιλοφρόνηση ο ένας στον άλλο, χαιρετίζουμε ο ένας τον άλλο, στον ίδ.· ομοίως, φιλοφρονήσασθαι ἀλλήλους.
3. απόλ., είμαι σε ήρεμη, εύθυμη διάθεση, στον ίδ.
Greek Monolingual
φιλοφρονῶ, φιλοφρονέω, ΝΜΑ φιλόφρων, -ονος]
φέρομαι με φιλοφροσύνη, με ευγένεια
αρχ.
1. (με δοτ. προσ.) δείχνω φιλοφροσύνη σε κάποιον («ὁ δὲ Κῡρος ἰδὼν αὐτὸν ἄλλο μὲν οὐδὲν ἐφιλοφρονήσατο αὐτῷ», Ξεν.)
2. (για πράγμ.) ευφραίνω, ευχαριστώ
3. (αμτβ.) είμαι ευδιάθετος
4. φρ. α) «φιλοφρονοῦμαι θυμῷ» — πράττω, ενεργώ κατά βούληση άλλου (Πλάτ.)
β) «φιλοφρονοῦμαι ἤθη κακά» — ενστερνίζομαι κακά ήθη (Πλάτ.).
Middle Liddell
φιλόφρων
1. to treat affectionately, to show kindness to, τινα Hdt., Plat.; φ. τινα τῆι δικέλληι to entertain him with a blow of the mattock, Luc.
2. c. dat., φιλοφρονήσασθαί τινι to show a favour to one, Xen.:—aor1 pass. φιλοφρονηθῆναι, in a reciprocal sense, to show kindness one to another, to greet one another, Luc.; so φιλοφρονήσασθαι ἀλλήλους Luc.
3. absol. to be of a kindly, cheerful temper, Luc.