βοσκητέον

Revision as of 12:25, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

English (LSJ)

one must feed, τὸν πατέρζ Ar.Av.1359.

Spanish (DGE)

hay que cebar, hay que alimentar τὸν πατέρα Ar.Au.1359.

Greek (Liddell-Scott)

βοσκητέον: ῥημ. ἐπίθ., πρέπει τις νὰ θρέψῃ, βοσκήσῃ, τι Ἀριστοφ. Ὄρν. 1359.

Greek Monotonic

βοσκητέον: ρημ. επίθ. του βόσκω, κάποιος πρέπει να θρέψει, να βοσκήσει, σε Αριστοφ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βοσκητέον, adj. verb. van βόσκω, men moet voederen.

German (Pape)

man muß ernähren, Ar. Av. 1359.