ἀναχάσκω

From LSJ
Revision as of 10:40, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

διὰ λαμπροτάτου βαίνοντες ἁβρῶς αἰθέρος → passing lightly through clear-shining air (Euripides, Medea 829)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναχάσκω Medium diacritics: ἀναχάσκω Low diacritics: αναχάσκω Capitals: ΑΝΑΧΑΣΚΩ
Transliteration A: anacháskō Transliteration B: anachaskō Transliteration C: anachasko Beta Code: a)naxa/skw

English (LSJ)

only pres. and impf., Ar.Av.502, Fr.68, Luc.VH2.1; poet. ἄγχασκε Pherecr.196:—other tenses from pres. αναχαίνω, fut. αναχᾰνοῦμαι Hp.Superf.29: aor. 2 ἀνέχανον: pf. ἀνακέχηνα:—open the mouth, gape wide, ἀναχανὼν μέγα Ar.Eq.641; στόμα ἀνακεχηνός Hp.Nat.Mul.45.

Spanish (DGE)

• Alolema(s): poet. ἀγχ- Pherecr.196
abrir la boca Ar.Au.502, Fr.68, Pherecr.l.c., Luc.VH 2.1
medic. abrirse del cuello de la matriz, Alcmaeo B 3, Hp.Superf.32, Vict.1.30.

German (Pape)

[Seite 215] = ἀναχαίνω, nur praes., Ar. Av. 502; impf., Luc. V. H. 2, 1.

French (Bailly abrégé)

seul. prés. et impf.
att. p. ἀναχαίνω.
Étymologie: ἀνά, χάσκω.

Russian (Dvoretsky)

ἀναχάσκω: (только praes. Arph. и impf. Luc.) = ἀναχαίνω.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναχάσκω: ἐν χρήσει μόνον κατ’ ἐνεστ. καὶ παρατ., Ἀριστοφ. Ὄρν. 502, παρ’ Ἀθην. 86F. (Ἀριστοφ. ἐν «Βαβυλωνίοις»), Λουκ. π. Ἀλ. Ἱστ. 2.1· ποιητ. ἄγχασκε Φερεκρ. ἐν Ἀδήλ. 22: - οἱ λοιποὶ χρόνοι σχηματίζονται ἐκ τοῦ μεταγεν. ἐνεστ. ἀναχαίνω: μέλλ. -χᾰνοῦμαι Ἱππ. 264. 51., 678. 34. -ἀόρ. β΄ ἀνέχᾰνον: πρκμ. ἀνακέχηνα: -ἀνοίγω μεγάλως τὸ στόμα μου, κἀναχανὼν μέγα ἀνέκραγον Ἀριστοφ. Ἱππ. 641· στόμα ἀνακεχηνὸς Ἱπποκρ. 579. 40, πρβλ. 36.

Greek Monolingual

ἀναχάσκω)
νεοελλ.
1. παρακολουθώ βλακωδώς, χαζεύω
2. γελώ δυνατά
αρχ.
έχω το στόμα μου ανοιχτό, χάσκω.

Greek Monotonic

ἀναχάσκω: μόνο στον ενεστ. και παρατ. οι άλλοι χρόνοι σχηματίζονται από το *ἀναχαίνω, μέλ. -χᾰνοῦμαι, αόρ. βʹ ἀνέχᾰνον, παρακ. -κέχηνα· ανοίγω το στόμα, χάσκω με ανοιχτό στόμα, σε Αριστοφ., Λουκ.

Middle Liddell

only in pres. and imperf., the other tenses being formed from *ἀναχαίνω
to open the mouth, gape wide, Ar., Luc.