ἐπιλήθω

From LSJ
Revision as of 11:54, 4 September 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

τί δὲ βλέπεις τὸ κάρφος τὸ ἐν τῷ ὀφθαλμῷ τοῦ ἀδελφοῦ σου, τὴν δὲ ἐν τῷ σῷ ὀφθαλμῷ δοκὸν οὐ κατανοεῖς → why do you look at the speck of sawdust in your brother's eye and pay no attention to the plank in your own eye | and why beholdest thou the mote that is in thy brother's eye, but considerest not the beam that is in thine own eye | why do you see the speck that is in your brother's eye, but don't consider the beam that is in your own eye

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιλήθω Medium diacritics: ἐπιλήθω Low diacritics: επιλήθω Capitals: ΕΠΙΛΗΘΩ
Transliteration A: epilḗthō Transliteration B: epilēthō Transliteration C: epilitho Beta Code: e)pilh/qw

English (LSJ)

A cause to forget, ὁ γάρ τ' [ὕπνος] ἐπέλησεν ἁπάντων laps one in forgetfulness of all, Od.20.85; ἡδονὴ σφέας ἐπιλήθουσα τῶν πάρος Aret.CD2.12; ἐπιλήσει σε ἀφροδισίων Philostr.Ep.68:—Pass., to be forgotten, in pf. part. ἐπιλελησμένος LXX Is.23.16, Ev.Luc.12.6: fut. -λησθήσομαι LXX Wi.2.4.
II. Med., ἐπιλανθάνομαι, or more commonly ἐπιλήθομαι, Aeol. and Dor. -λᾱθ- Alc.Supp.25.6, S.El.146 (lyr.), fut. -λήσομαι: aor. 2 -ελᾰθόμην Pl.Ap.17a: late aor. 1 -ελήσατο Nonn. D. 48.969: with pf. Act. λέληθα Hdt.3.46, Pi.O.(v.infr.), but more freq. Pass.-λέλησμαι E.Ba.188, Ar.Nu.631, Lys.26.1, Pl.Phd. 75d, al.: pipf. -ελελήσμην Ar.V.605, Pl.Phd. 73e, al.:—let a thing escape one, forget, lose thought of, c.gen., ὅπως Ἰθάκης ἐπιλήσεται (Ep. aor. subj.) Od.1.57; οὐδ' ὁ γέρων δολίης ἐπελήθετο τέχνης 4.455, cf. Hes.Th.560; οὐδ' ὣς σχεδίης ἐπελήθετο Od.5.324; γονέων ἐπιλάθεται (Dor.) S.El.146 (lyr.), cf. Hdt.4.4, Lys.26.1, etc.; ὑπ' αὐτῶν ὀλίγου ἐμαυτοῦ ἐπελαθόμην Pl.Ap. l.c.: prov., Μαλέας δὲ κάμψας ἐπιλάθου τῶν οἴκαδε Str.8.6.20: c.acc., Hdt.3.46, E.Hel.265, Ar.Nu.631; ὑπὸ χρόνου τι Pl.Phd. 73e: c.inf., Ar.V.853, Pl.R. 563b, Hyp.Lyc.8: c. part., ὀφείλων ἐπιλέλᾱθα I forgot that I owed, Pi.O.10(11).3, cf. E.Ba.188: with a Prep., ἐ. περὶ τῶν πεπραγμένων And.1.148; περὶ οὗ... περὶ ὅτου.., Pl.Prt. 334d, 336d; leave disregarded, neglect, πρόσταγμα Ceb.24.
2. less freq., forget wilfully, τῶν ἐντολέων μεμνημένος ἐπελανθάνετο Hdt.3.147; ἑκὼν ἐπιλήθομαι Id.4.43, cf. 3.75, Aeschin.1.158.

German (Pape)

[Seite 957] Stammform zu ἐπιλανθάνω, wo man die anderen tempp. sehe; das praes. ἐπιλήθουσα Aret.; med., ἀλλ' οὐδ' ἃς σχεδίης ἐπελήθετο Od. 5, 324, vgl. 4, 455, wie Hes. Th. 560; ἐπιλήθεο O. 273; σεῖ' ἐπιληθόμενον Hh. Bacch. 10; γονέων ἐπιλάθεται Soph. El. 143; ἐπιλάθεται ἀλγέων Eur. Troad. 602, wie ἐπιλήθεται κακῶν Or. 66; ἐπιλήθει σύ Ar. Nubb. 785; sp. D.; – verschweigen, τούτων ἑκὼν ἐπελήθετο Her. 3, 75, vgl. 4, 43.

French (Bailly abrégé)

f. ἐπιλήσω, ao. ἐπέλησα, pf. ἐπιλέληθα;
Pass. ao. ἐπελήσθην;
1 tr. (aux prés., fut. et ao.) faire oublier : ἐπ. ἁπάντων OD amener l'oubli de toutes choses;
2 intr. (au pf.) oublier, acc.;
Moy. ἐπιλανθάνομαι ou ἐπιλήθομαι (f. ἐπιλήσομαι, ao.2 ἐπελαθόμην, pf. ἐπιλέλησμαι) oublier, omettre : τινος qch ; γονέων ἐπ. SOPH oublier ses parents ; avec acc. : ἐπ. τι oublier qch.
Étymologie: ἐπί, λήθη.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιλήθω: эп.-ион. = *ἐπιλανθάνω.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιλήθω: μέλλ. -σω, προξενῶ λήθην, ὁ γάρ τ’ ὕπνος ἐπέλησεν ἁπάντων, «λήθην ἐπήγαγεν» (Σχόλ.), Ὀδ. Υ. 85· ἡδονὴ σφέας ἐπιλήθουσα τῶν πάρος Ἀρετ. π. Αἰτ. Χρον. Παθ. 2. 12· ἐπιλήσει σε τῶν Ἀφροδισίων Φιλόστρ. (;): ― Παθ., λησμονοῦμαι, ἐπιλασθὲν Πινδ. Ἀποσπ. 86· μετοχ. πρκμ. ἐπιλελησμένος Ἑβδ. (Ἡσαΐας ΚΓ΄, 16)· οὐκ ἔστιν ἐπιλελησμένον ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ Εὐαγγ. κ. Λουκ. ιβ΄, 6· πρβλ. ἄλαστος. ΙΙ. Μέσ. ἐπιλανθάνομαι ἢ κοινότερον ἐπιλήθομαι: μέλλ. -λήσομαι: ἀόρ. -ελαθόμην Πλάτ. Ἀπολ. 17Α· ἐν Νόνν. Δ. 48. 968 -ελήσατο: μετὰ πρκμ. ἐνεργ. -λέληθα Ἡρόδ. 3. 46, Πινδ. Ο. 10 (11). 4· ἀλλὰ συνηθέστερον παθ. -λέλησμαι Εὐρ. Βάκχ. 188, Ἀριστοφ. Νεφ. 631, Λυσ. 175. 8, Πλάτ. Φαίδων 75D, κ. ἀλλ.: ὑπερσ. -ελελήσμην Ἀριστοφ. Σφ. 605, Πλάτ. Φαίδων 73Ε, κ. ἀλλ. ― Ἀφίνω τι νὰ διαφύγῃ τὴν μνήμην μου, λησμονῶ, μετὰ γεν., ὅπως Ἰθάκης ἐπιλήσεται (Ἐπικ. ἀντὶ -ηται) «ἐπιλάθηται, ἀμνημονήσῃ» (Σχόλ.), Ὀδ. Α. 57· οὐδ’ ὁ γέρων δολίης ἐπελήθετο τέχνης Δ. 455, πρβλ. Ἡσ. Θ. 560· οὐδ’ ὣς σχεδίης ἐπελήθετο Ὀδ. Ε. 324· γονέων ἐπιλάθεται (Δωρ.) Σοφ. Ἠλ. 146· οὕτω παρ’ Ἡροδ. 4. 4 καὶ Ἀττ.: ― ὡσαύτως μετ’ αἰτ., Ἡρόδ. 3. 46, Εὐρ. Ἑλ. 265, Ἀριστοφ. Νεφ. 631, κτλ.: ― μετ’ ἀπαρ., ὁ αὐτ. ἐν Σφ. 853, Πλάτ. Πολ. 563Β· εἰπεῖν ἐπιλανθάνονται Ὑπερείδ. ὑπὲρ Λυκόφρ. 7· μετὰ μετοχ., ὀφείλων ἐπιλέλᾱθα, ἐλησμόνησα ὅτι ἐχρεώστουν, Πινδ. Ο. 10 (11). 4, πρβλ. Εὐρ. Βάκχ. 188· ὡσαύτως, ἐπ. περί τινος Ἀνδοκ. 19. 16, Πλάτ. Πρωτ. 334D. 336D· ὡσαύτως, παραμελῶ, πρόσταγμα, μνημονεύεται ἐκ τοῦ Κέβητος. 2) σπανιώτερον, ἑκουσίως λησμονῶ, προσποιοῦμαι ὅτι δὲν ἐνθυμοῦμαί τι, δὲν λαμβάνω αὐτὸ ὑπ’ ὄψει, τουτέων μὲν τῶν ἐντολέων μεμνημένος ἐπελανθάνετο Ἡρόδ. 3. 147· οὕτως, ἑκὼν ἐπιλήθομαι ὁ αὐτ. 4. 43, πρβλ. 3. 75, Αἰσχίν. 22. 39. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατ. σ. 450.

English (Autenrieth)

aor. ἐπέλησε, mid. ipf. ἐπελήθετο, fut. ἐπιλήσομαι: act., make to forget, w. gen., Od. 20.85; mid., forget.
see ἐπιλανθάνω.

Greek Monolingual

ἐπιλήθω (μέσ. ἐπιλήθομαι και ἐπιλανθάνομαι) (AM)
αρχ.
1. προκαλώ λήθη («ὁ γὰρ (ὕπνος) τ’ ἐπέλησεν ἁπάντων ἐσολῶν ἡδὲ κακῶν» — ο ύπνος μ’ έκανε να τά ξεχάσω όλα, και τα καλά και τα κακά, Ομ. Οδ.)
2. λησμονώνήπιος ὃς τῶν οἰκτρῶς οἰχομένων γονέων ἐπιλάθεται» — είναι ανόητος όποιος ξεχάσει τους γονιούς του που χάθηκαν τόσο αξιολύπητοι, Σοφ.)
3. παραμελώ
αρχ.
1. προσποιούμαι ότι δεν θυμάμαι
2. αθετώ τον λόγο μου ή μια υπόσχεση
3. παθ. λησμονιέμαι, παύω να λειτουργώ («ἐὰν ἐπιλάθωμαί σου, Ἱερουσαλήμ, ἐπιλησθείη ἡ δεξιά μου» — αν σε ξεχάσω, Ιερουσαλήμ, ας ξεχαστεί, ας αχρηστευτεί το δεξί μου χέρι, ΠΔ).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + λήθω, παράλλ. τ. του λανθάνω «ξεχνώ, διαφεύγω της προσοχής»]·

Greek Monotonic

ἐπιλήθω: μέλ. -σω,
I. προξενώ λήθη ενός πράγματος, με γεν., σε Ομήρ. Οδ. — Παθ., ξεχνιέμαι, λησμονιέμαι, μτχ. παρακ. ἐπιλελησμένος, σε Καινή Διαθήκη
II. 1. Μέσ., ἐπι-λήθομαι και -λανθάνομαι, μέλ. -λήσομαι, αόρ. βʹ -ελᾰθόμην, με Ενεργ. παρακ. -λέληθα και Παθ. -λέλησμαι, υπερσ. -ελελήσμην· αφήνω κάτι να μου διαφύγει, ξεχνώ, λησμονώ, με γεν., ὅπως Ἰθάκης ἐπιλήσεται (Επικ. αντί -ηται), σε Ομήρ. Οδ.· ομοίως και σε Ηρόδ., Αττ.· επίσης με αιτ., σε Ηρόδ., Ευρ. κ.λπ.· με απαρ., σε Αριστοφ., Πλάτ.
2. ξεχνώ συνειδητά, λησμονώ ηθελημένα, ἑκὼν ἐπιλήθομαι, σε Ηρόδ.

Middle Liddell

fut. σω note also the form ἐπιλανθάνομαι
I. to cause to forget a thing, c. gen., Od.: —Pass. to be forgotten, perf. part. ἐπιλελησμένος NTest.
II. Mid. ἐπι-λήθομαι and -λανθάνομαι, fut. -λήσομαι; aor2 -ελᾰθόμην; with perf. act. -λέληθα and pass. -λέλησμαι; plup. -ελελήσμην;— to let a thing escape one, to forget, lose thought of, c. gen., ὅπως Ἰθάκης ἐπιλήσεται (epic for -ηταἰ Od.; so Hdt., attic:—also c. acc., Hdt., Eur., etc.:—c. inf., Ar., Plat.
2. to forget wilfully, ἑκὼν ἐπιλήθομαι Hdt.