φωνασκία

From LSJ
Revision as of 11:02, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φωνασκία Medium diacritics: φωνασκία Low diacritics: φωνασκία Capitals: ΦΩΝΑΣΚΙΑ
Transliteration A: phōnaskía Transliteration B: phōnaskia Transliteration C: fonaskia Beta Code: fwnaski/a

English (LSJ)

ἡ, practice of the voice, declamation, D.18.280, Thphr. HP 9.9.2 (pl.), Phld.Acad.Ind. p.4 M., Sor.1.23 (pl.), Aret.CD2.6.

German (Pape)

[Seite 1322] ή, Uebung der Stimme, Stimmfertigkeit, λόγων ἐπίδειξίν τινα καὶ φωνασκίας βουλόμενος ποιήσασθαι Dem. 18, 280; Uebung im Singen, Theophr.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
action de s'exercer au chant ou à la déclamation, soin qu'on prend de sa voix en suivant un régime convenable.
Étymologie: φωνασκός.

Russian (Dvoretsky)

φωνασκία:упражнение голосовых средств, развитие голоса Dem.

Greek (Liddell-Scott)

φωνασκία: ἡ, ἄσκησις, τῆς φωνῆς, ἄσκησις εἰς ἀπαγγελίαν, Δημ. 319, 9, Θεοφρ. περὶ Φυτ. Ἱστ. 9. 9, 2.

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ φωνασκῶ
νεοελλ.
πολύ δυνατή φωνή ή συζήτηση με οξεία και διαπεραστική φωνή
μσν.-αρχ.
η τέχνη άσκησης της φωνής στην απαγγελία ή στο τραγούδι.

Greek Monotonic

φωνασκία: ἡ, άσκηση της φωνής, απαγγελία, σε Δημ.

Middle Liddell

φωνασκία, ἡ,
practice of the voice, declamation, Dem.

English (Woodhouse)

training of the voice, voice production

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)