ὀλιγότης

From LSJ
Revision as of 05:46, 26 September 2023 by Spiros (talk | contribs)

Μὴ πάντα πειρῶ πᾶσι πιστεύειν ἀεί → Credenda cunctis esse cuncta ne putes → Glaub ja nicht allen alles immerdar

Menander, Monostichoi, 335
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀλῐγότης Medium diacritics: ὀλιγότης Low diacritics: ολιγότης Capitals: ΟΛΙΓΟΤΗΣ
Transliteration A: oligótēs Transliteration B: oligotēs Transliteration C: oligotis Beta Code: o)ligo/ths

English (LSJ)

ὀλιγότητος, ἡ, opp. πλῆθος in all senses:
1 fewness, Pl.Lg.678c, Arist.Metaph.984a10,al., LXX Ps.101(102).23, Plu.Alex.20; fewness of rulers, Arist.Pol.1279b27.
2 smallness, scantiness, Pl.R. 591e, Lg.745d; of food, Epicur.Fr.456.
3 of time, shortness, Pl.Tht.158d.
4 feebleness of voice, Poll.6.145.

German (Pape)

[Seite 322] ητος, ἡ, Wenigkeit, Gegensatz von πλῆθος; Plat. Theaet. 158 d u. öfter, sowohl οὐσίας, als χρόνου; geringe Anzahl von Menschen, Legg. III, 678 c; Theophr. u. Sp.; auch = Kleinheit und übh. Geringfügigkeit.

French (Bailly abrégé)

ητος (ἡ) :
petitesse.
Étymologie: ὀλίγος.

Russian (Dvoretsky)

ὀλῐγότης: ητος ἡ
1 небольшое число, немногочисленность (ὀλιγότητι πλῆθος ἀντίκειται Arst.);
2 краткость, непродолжительность (χρόνου Plat.);
3 малые размеры, недостаточность, скудость (οὐσίας Plat.).

Greek (Liddell-Scott)

ὀλῐγότης: -ητος, ἀντίθετ. τῷ πλῆθος ἐν πάσαις ταῖς σημασίαις. 1) τὸ νὰ εἶναί τι ὀλίγον, Πλάτ. Νόμ. 678C, Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 1. 3, 8, κ. ἀλλ.· ὀλιγότης ἀρχόντων, ὁ αὐτ. ἐν Πολιτικ. 3. 8, 4. 2) σμικρότης, σπάνις, Πλάτ. Πολ. 591Ε, Νόμ. 745D. 3) ἐπὶ χρόνου, βραχύτης, ὁ αὐτ. ἐν Θεαιτ. 158D. 3) ἀδυναμία, περὶ τοῦ ὀλίγα ὑπ’ ἀσθενείας λέγοντος, Πολυδ. Ϛ΄, 145.

Greek Monotonic

ὀλῐγότης: -ητος, ἡ (ὀλίγος),·
I. λέγεται για αριθμό, το να είναι κάτι λιγοστό, σε Πλάτ.
II. λέγεται για ποσότητα, έλλειψη, σπανιότητα· χρησιμ. για χρόνο, βραχύτητα, στον ίδ.

Middle Liddell

ὀλῐγότης, ητος, ἡ, ὀλίγος
I. of Number, fewness, Plat.
II. of Amount, smallness, scantiness:—of time, shortness, Plat.

English (Woodhouse)

paucity, scantiness, smallness, shortness of time

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)