δύσλοφος
Ἴση λεαίνης καὶ γυναικὸς ὠμότης → Feritas leaenae quanta, tanta et feminae → Der Löwin Wildheit ist die selbe wie der Frau
English (LSJ)
δύσλοφον,
A hard for the neck, hard to bear, ζεύγλη, ζυγόν, Thgn.848, 1024; χείρ B.12.46; δ. φρενί prob. l. in S.Ichn.4; δυσλοφωτέρους πόνους A.Pr.931.
II impatient of the yoke, ἡμίονοι Ael.NA16.9. Adv. δυσλόφως, φέρειν E.Tr.303.
Spanish (DGE)
-ον
I 1de cosas o abstr., en sent. fís. duro, doloroso para el cuello ζεύγλη Thgn.848, ζυγόν Thgn.1024, χείρ de Heracles, B.13.46
•en sent. moral doloroso, humillante δυσλοφώτεροι πόνοι A.Pr.931, ὄν[ειδος ἄλλο δύσ] λοφον φρενί S.Fr.314.10 (l.p.).
2 de anim. que es de cuello difícil, difícil de uncir ἡμίονοι Ael.NA 16.9.
II adv. -ως con humillación, penosamente τοὐλεύθερον ... δ. φέρει κακά E.Tr.303.
German (Pape)
[Seite 683] 1) schwer für den Nacken, nackenbeschwerend, ζεύγλη, Theogn. 846; πόνοι, Aesch. Prom. 930. – 2) den Nacken ungern unters Joch beugend, widerspänstig, αὐχήν, Theogn. 1019; ἡμίονοι, Ael. H. A. 16, 11; – δυσλόφως φέρειν κακά, Eur. Tr. 302.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 pénible pour le cou, difficile à supporter;
2 impatient du joug.
Étymologie: δυσ-, λόφος.
Russian (Dvoretsky)
δύσλοφος: тяжелый для шеи, т. е. невыносимый, мучительный (πόνοι Aesch.).
Greek (Liddell-Scott)
δύσλοφος: -ον, βαρύς, δυσάρεστος, εἰς τὸν τράχηλον, δυσφόρητος, ζεύγλη, ζυγὸς Θέογν. 846, 1018, Βακχυλ. 12. 46 (13) (Blass)·δυσλοφωτέρους πόνους Αἰσχύλ. Πρ. 931. ΙΙ. ὁ μὴ ὑπομένων τὸν ζυγόν, ἡμίονοι Αἰλ. π. Ζ. 16. 9, ― Ἐπίρρ., -φως φέρειν Εὐρ. Τρῳ. 303.
Greek Monolingual
δύσλοφος, -ον (Α)
1. βαρύς, δυσάρεστος στον τράχηλο («δύσλοφος ζυγός»)
2. αυτός που δεν υπομένει ζυγό («δύσλοφοι ἡμίονοι»).
Greek Monotonic
δύσλοφος: -ον, I. βαρύς για τον τράχηλο, δυσβάσταχτος, ανυπόφορος, σε Θέογν., Αισχύλ.
II. αυτός που δεν υπομένει το ζυγό· επίρρ., ανυπόμονα, σε Ευρ.
Middle Liddell
δύσ-λοφος, ον
I. hard for the neck, hard to bear, Theogn., Aesch.
II. impatient of the yoke: adv., impatiently, Eur.
Translations
intolerable
Azerbaijani: dözülməz; Belarusian: нязносны, невыносны, нясцерпны; Bulgarian: нетърпим; Catalan: intolerable; Chinese Mandarin: 难以忍受的,難以忍受的/难以忍受的,难以忍受的; Esperanto: netolerebla; Finnish: sietämätön; French: intolérable; Galician: intolerable; German: unerträglich; Greek: αβάσταγος, αβάσταχτος, ανταγιάντιστος, ανυπόφερτος, ανυπόφορος, απάλευτος, ασήκωτος, αφόρητος, δεν αντέχεται, δεν τρώγεται, δυσβάστακτος, δυσβάσταχτος, δυσκολοβάσταχτος, δυσκολοϋπόφερτος; Ancient Greek: ἀβάστακτος, ἄβιος, ἀβίωτος, ἀκαταφόρητος, ἀνυπομόνητος, ἀνυπότλητος, ἀνυπόφορος, ἀπρόϊτος, ἀστεργής, ἄτλατος, ἄτλητος, ἄφερτος, ἀφόρητος, βαρύτλητος, βαρύτλατος, δυσανάσχετος, δυσβάστακτος, δυσέκδεκτος, δυσκόμιστος, δύσλοφος, δύσοιστος, δυσύποιστος, δυσυπομένητος, δυσυπομόνητος, δυσφερής, δύσφορος, οὐ τλητός, οὐ φορητός, οὐκ ἀνασχετός, οὐκ ἀνεκτός, οὐχ ὑποστατός, πάνδεινος; Icelandic: óþolandi; Latin: intolerabilis, intolerandus; Norwegian Bokmål: uutholdelig; Polish: nieznośny; Portuguese: intolerável; Russian: невыносимый, нестерпимый, несносный; Spanish: intolerable; Thai: เหลืออด, เหลือทน, สุดจะทน; Tocharian B: ekalätte; Ukrainian: незносний, нестерпний; Urdu: ناقابِلِ بَرْداشْت