ἀφιλίωτος
From LSJ
English (LSJ)
ἀφιλίωτον, not to be made a friend of or reconciled, Hsch. s.v. ἀσύμβατον.
Spanish (DGE)
-ον hostil Hsch.s.u. ἀσύμβατον.
Greek (Liddell-Scott)
ἀφῐλίωτος: -ον, μεθ’ οὖ δὲν δύναταί τες νὰ φιλιωθῇ, Ἡσύχ. ἐν λέξει ἀδιάλλακτος.
Greek Monolingual
-η, -ο
αδιάλλακτος, άσπονδος.