κατάδειπνον
From LSJ
Εὔτολμος εἶναι κρῖνε, τολμηρὸς δὲ μή → Audentiam tibi sume, non audaciam → Entschlossen zeige Mut, doch nicht Verwegenheit
English (LSJ)
τό, = δεῖπνον, οἰωνῶν Man.4.200 (pl.).
Greek (Liddell-Scott)
κατάδειπνον: τό, = δεῖπνον, Μανέθων 4. 200.
Greek Monolingual
κατάδειπνον, τὸ (Α)
δείπνο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + -δειπνον (< δεῖπνον), πρβλ. επίδειπνον, σύνδειπνον].
German (Pape)
τό, = δεῖπνον, Man. 4.200.