ἐθνικός
Γυνὴ δὲ χρηστὴ πηδάλιόν ἐστ' οἰκίας → Honesta mulier est gubernaculum domus → Des Hauses Steuerruder ist die brave Frau
English (LSJ)
ἐθνική, ἐθνικόν,
A national, συστάσεις Plb.30.13.6; διαστάσεις Id.4.21.2; χρεῖαι D.S.18.13; ἰδιότητες Phld.Rh.1.154 S.; διαφοραί Str.2.3.1.
II foreign, gentile, Ev.Matt.5.47; ἐθνικῇ . . ἐν σοφία Epigr.Gr.430.6. Adv. ἐθνικῶς, opp. Ἰουδαϊκῶς, Ep.Gal.2.14.
b in the Roman Empire, provincial, Cod. Just.12.63.2.6.
III Gramm., indicating nationality, Str.14.2.28, D.T.636.11, A.D.Synt.190.20. Adv. ἐθνικῶς, παραχθέν ib.5, cf. Str.4.1.1, D.L.7.56.
2 dialectal, ἔθος A.D.Synt.46.1.
IV ἐθνικός, ὁ, tax-collector, POxy.126.13 (vi A.D.).
Spanish (DGE)
-ή, -όν
A I1étnico, racial διαφοραί debidas a condicionamientos geog., Posidon.49.94, κατὰ τὰς ἐθνικὰς διαστάσεις ... διαφέρομεν Plb.4.21.2.
2 propio del pueblo o la nación, nacional κατὰ τὰς ἐθνικὰς συστάσεις op. κατὰ πόλιν Plb.23.1.3, cf. 30.13.6, 32.4.2, συμπολιτεία Plb.2.44.5, διά τινας ἐθνικὰς χρείας a causa de ciertos asuntos de orden nacional D.S.18.13, ref. al pueblo hebreo, Ph.2.92, 111, ἀρχὴ πάνδημος ἐθνική IMEG 16.6 (imper.), φωνή I.AI 12.36, ἰδιώματα Ptol.Tetr.2.2.1.
II gram.
1 dialectal Ἐθνικαὶ ὀνομασίαι Vocabulario dialectal tít. de una obra de Calímaco, Ath.329a, ἰδιότητες Phld.Rh.1.154, ἔθος A.D.Synt.46.1, cf. Eust.1854.14.
2 étnico, gentilicio (ὄνομα) ὡς Φρύξ, Γαλάτης D.T.637.5, εἶτα κατεχρησάμεθα ὡς ἐθνικῷ κοινῷ ὀνόματι de la palabra βάρβαρος que antes designaba sólo rasgos lingüísticos, Str.14.2.28, παραγωγὴ ἐ. derivación o formación de los gentilicios A.D.Synt.190.20, σύνταξις A.D.Synt.41.9, de los n. acabados en -ιος Gramm.Pap.17.35
•subst. τὸ ἐθνικόν = el (nombre) gentilicio τὸ ἐ. Ἀβαῖος St.Byz.s.u. Ἄβαι, passim, τὰ Ἐθνικά Gentilicios, Nombres de pueblos tít. de la obra de Esteban de Bizancio, St.Byz.tít.
III relig. crist. gentil, pagano φιλίαι ἐθνικαί amistades con paganos Herm.Mand.10.1.4, cf. Tert.Adu.Marc.3.24, Hippol.Haer.7.19.9, Gr.Naz.M.36.332A, νύμφη AP 1.61, 69, 75
•peyor. κοινὸν καὶ ἐθνικὸν καὶ ἀπαίδευτον καὶ ἀσελγῆ δείκνυσιν αὐτόν (τὸν ἄνθρωπον) la señalan (a una persona) como ordinaria, pagana, mal educada e insolente Clem.Al.Paed.2.6.49
•subst. ὁ ἐ. el gentil op. al judío Eu.Matt.5.47, ὁ ἐθνικὸς καὶ ὁ τελώνης Eu.Matt.18.17, cf. Clem.Al.Strom.6.6.50, op. la ortodoxia crist., Ath.Al.M.26.1073D.
IV en la admin. imper. provincial ἐθνικαί τε καὶ πολιτικαὶ ἀρχαί TAM 2.713 (Licia II d.C.), en ép. biz. ἐθνικοὶ ἀποδέκται recaudadores provinciales, Cod.Iust.12.63.2.6, χρυσώνης PMasp.33.6, PLond.1664.5 (ambos VI d.C.)
•subst. ὁ ἐθνικός mismo sent. POxy.126.13 (VI d.C.).
B adv. ἐθνικῶς
I 1según las características étnicas ὅσα μὲν οὖν φυσικῶς διώρισται δεῖ λέγειν τὸν γεωγράφον καὶ ὅσα ἐ. así que el geógrafo debe explicar qué cosas están definidas por características físicas y cuáles por las étnicas Str.4.1.1
•con características nacionales en la def. estoica de dialecto διάλεκτός δέ ἐστι λέξις κεχαραγμένη ἐ. τε καὶ Ἑλληνικῶς D.L.7.56.
2 gram. como gentilicio o étnico παραχθέν A.D.Synt.190.5.
II en lit. crist. a la manera de los gentiles, como pagano op. ἰουδαϊκῶς Ep.Gal.2.14, ὁρῶ ... σε ... ἐ. ζῶντα A.Io.27.13, cf. Basil.M.29.445C.
German (Pape)
[Seite 720] zum Volke gehörig, ihm eigenthümlich, volksthümlich; ὀνομασίαι, ein Buch des Kallimachus, Ath. VII, 329 a; συστάσεις, Volksvereine, Pol. 30, 10, 6; a. Sp. – Im N. T. u. bei K. S. = heidnisch. – Adv. ἐθνικῶς, D. L. 7, 56 u. a. Sp.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
national;
NT: Gentil, non-Juif, païen.
Étymologie: ἔθνος.
Russian (Dvoretsky)
ἐθνικός:
1 племенной, народный (συστάσεις Polyb.; χρεῖαι Diod.);
2 языческий NT.
II ὁ (лат. gentilis) язычник NT.
Greek (Liddell-Scott)
ἐθνικός: -ή, -όν, ὁ τοῦ ἔθνους ἢ εἰς τὸ ἔθνος ἀνήκων, Πολύβ. 30. 10, 6, Διόδ. 18, 13. 2) ἐν τῇ γραμμ., Ἐθνικὸν ὄνομα, ὡς Λυδός, Φρύξ, Κάρ. ΙΙ. ἐν τῇ Καιν. Διαθ., ξένος τῆς ἀληθοῦς λατρείας τοῦ Θεοῦ, εἰδωλολάτρης, Εὐαγγ. κ. Ματθ. ιη΄, 17· ἐν τῷ πληθ., Ματθ. ϛ΄, 7 κτλ.: - ἐθνικῇ… ἐν σοφίᾳ Ἐπιγράμμ. Ἑλλ. 130. 6. - Ἐπίρρ. -κῶς Ἐπιστ. π. Γαλάτ. β΄, 14.
English (Strong)
from ἔθνος; national ("ethnic"), i.e. (specially) a Gentile: heathen (man).
English (Thayer)
ἐθνικη, ἐθνικον (ethnos);
1. adapted to the genius or customs of a people, peculiar to a people, national: Polybius, Diodorus, others.
2. suited to the manners or language of foreigners, strange, foreign; so in the grammarians (cf. our 'gentile'].
3. in the N. T. savoring of the nature of pagans, alien to the worship of the true God, heathenish; substantively, ὁ ἐθνικός, the pagan, the Gentile: G L T Tr WH; L T Tr WH.
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM ἐθνικός, -ή, -όν)
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο έθνος («εθνική υπόθεση»)
2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα έθνη
3. (το επίθ. ως ουσ.) ο εθνικός
ο ειδωλολάτρης
4. το ουδ. ως ουσ. γραμμ. το εθνικό(ν)
παράγωγα ονόματα που δηλώνουν τον κάτοικο μιας χώρας ή πόλης ή αυτόν που κατάγεται από εκεί
νεοελλ.
«εθνική συνέλευση» — συνέλευση αντιπροσώπων του έθνους που εκπροσωπεί τη θέληση του
αρχ.
1. (στη ρωμαϊκή αυτοκρατορία) επαρχιακός
2. διαλεκτικός
3. το αρσ. ως ουσ. ὁ ἐθνικός
ο φοροεισπράκτορας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < έθνος (βλ. και λ. ειδωλολάτρης)].
Greek Monotonic
ἐθνικός: -ή, -όν (ἔθνος), ξένος, εθνικός, ειδωλολάτρης, σε Καινή Διαθήκη· επίρρ. -νικῶς, στο ίδ.
Middle Liddell
ἐθνικός, ή, όν ἔθνος
foreign, heathen, gentile, NTest.: adv. -νικῶς, NTest.
Chinese
原文音譯:™qnikÒj 誒特你可士
詞類次數:形容詞(2)
原文字根:(屬)民族(的)
字義溯源:外邦人,列國的;源自(ἔθνος)*=種族,外邦人)
出現次數:總共(4);太(3);約叄(1)
譯字彙編:
1) 外邦人(4) 太5:47; 太6:7; 太18:17; 約叄1:7