δειλία

From LSJ
Revision as of 18:00, 16 January 2024 by Spiros (talk | contribs)

Βίου δικαίου γίγνεται τέλος καλόν → Vitae colentis aequa, pulcher exitus → Ein Leben, das gerecht verläuft, das endet schön

Menander, Monostichoi, 67
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δειλία Medium diacritics: δειλία Low diacritics: δειλία Capitals: ΔΕΙΛΙΑ
Transliteration A: deilía Transliteration B: deilia Transliteration C: deilia Beta Code: deili/a

English (LSJ)

ἡ,
A timidity, cowardice, Hdt.1.37, S.OT536, etc.; δειλίην ὀφλεῖν to be charged with cowardice, Hdt.8.26; δειλίας ὀφλεῖν (sc. δίκην) And.1.74; ἔνοχος δειλίας (sc. δίκῃ) Lys.1.45; opp. ἀνδρεία, θρασύτης, Pl.Lg.648b, Ti.87a.
II misery, Procop.Goth.4.32.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
• Alolema(s): jón. δειλίη Hdt.1.37, 8.26, Hp.Aër.16, 23
1 cobardía, timidez, pusilanimidad unido a otros términos sinón. o que indican tb. una carencia moral οὔτε τινὰ δειλίην ... οὔτε ἀθυμίην Hdt.l.c., κακότης καὶ δ. Th.5.100, δειλίαν ἢ μωρίαν S.OT 536, δειλίᾳ ... καὶ κακανδρίᾳ S.Ai.1014, δειλίαν ... καὶ κάκην E.IT 676, καὶ καθόλου ἀφροσύνης καὶ δειλίας καὶ ἄλλων οὐκ ὀλίγων κακιῶν Chrysipp.Stoic.3.21, cf. LXX 2Ma.3.24, 4Ma.6.20, Ph.1.19, 98, ὑπὸ δειλίας καὶ αἰσχύνης Luc.Herm.75, διὰ δειλίαν ἢ δοξοκοπίαν M.Ant.11.18, cf. Vett.Val.369.14
jur., como delito tipificado contra la patria ἐνορῶ γέροντα δειλίας φευξούμενον veo un viejo que va a ser procesado por cobardía Ar.Ach.1129, διώξομαί σε δειλίας te perseguiré (judicialmente) por cobardía Ar.Eq.368, δειλίην ὦφλε πρὸς βασιλέως fue culpado de cobardía por el rey Hdt.8.26, cf. E.Heracl.985, And.Myst.74, ἔνοχός ἐστι ... δειλίας Lys.14.5, cf. 14.7, αἰτίαν δὲ ἔχων δειλίας Philostr.VS 568, δειλίας φεύγων defendiéndose del cargo de cobardía Philostr.VS 626, ἵνα μ[ὴ] ... δειλίας αἰτία ... ὑπολειφθῇ PGiss.40.2.11 (III d.C.), op. θρασύτης Pl.Ti.87a, op. ἀνδρεία Hp.ll.cc., Pl.Lg.648b, Ph.1.57, op. μέλλησις Plu.2.56c, a τόλμη I.AI 15.142, δοκοῖμεν ... διὰ δειλίαν ἀνέχεσθαι Th.1.122, κλαίοντες αὐτῇ δειλίᾳ ψοφή[σ] ετε S.Fr.314.168, cf. 170, Ai.75, El.351, 1027, Ar.Pl.207, ὥστ' οὐκ ἀνεκτὸν δειλίας θανεῖν σ' ὕπο E.HF 289, πάσχειν μὲν οὐ θέλουσι τὰ δεινὰ διὰ δειλίαν D.Chr.11.10, δειλίαν ὀνειδίζων D.C.46.15.1, ἔρως ... δειλίας οὐκ ἀνέχεται Ach.Tat.2.4.5, οὔτε δ. ποτὲ τοὺς ἄνδρας ... κατέσχεν I.BI 3.42, cf. Hierocl.Facet.217
en sent. crist. πνεῦμα δειλίας espíritu de timidez op. πνεῦμα δυνάμεωςespíritu de fortaleza’, 2Ep.Ti.1.7.
2 temor, espanto, miedo c. gen. obj. θανάτου LXX Ps.54.5
abs. ἐπάξω δειλίαν εἰς τὴν καρδίαν infundiré espanto en el corazón LXX Le.26.36, cf. Seuerian.Cent.29.5, ᾤμην νύκτωρ σοι μόνον τὴν δειλίαν ἐνοχλεῖν Hld.6.1.3, cf. 6.5.4, ἀφόρητος ... δ. Cyr.Al.Luc.1.58.6.
3 desgracia, sufrimiento op. εὐδαιμονία Procop.Goth.4.32.29.
4 debilidad dicho de la gula, Iul.Or.9.192b.

German (Pape)

[Seite 537] ἡ, Furchtsamkeit, Feigheit, Thuc. 1, 112; Plat. Prot. 360 c; Gegensatz ἀνδρία u. θρασύτης, Tim. 87 a Legg. I, 648 b.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
lâcheté, pusillanimité.
Étymologie: δειλός.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δειλία -ας, ἡ [δειλός] lafheid, laf gedrag.

Russian (Dvoretsky)

δειλία: ион. δειλίηбоязливость, робость, малодушие, трусость Soph., Her., Thuc., Lys., Plat., Arst., Plut.

English (Strong)

from δειλός; timidity: fear.

English (Thayer)

δειλίας, ἡ (δειλός), timidity, fearfullness, cowardice: Sophocles (Herodotus), Euripides, (Aristophanes), Thucydides, and subsequent writings.) [ SYNONYMS: δειλία, φόβος, εὐλάβεια: "of these three words the first is used always in a bad sense; the second is a middle term, capable of a good interpretation, capable of an evil, and lying pretty evenly between the two; the third is quite predominantly used in a good sense, though it too has not altogether escaped being employed in an evil." Trench, § x, which see; cf. δέος.]

Greek Monolingual

η (AM δειλία) δειλός
έλλειψη θάρρους, ατολμία
αρχ.
φρ. «δειλίην ὀφλεῖν», «ἔνοχος δειλίας» — το να κατηγορείται κάποιος για ανανδρία.

Greek Monotonic

δειλία: Ιων. -ίη, ἡ (δειλός), έλλειψη θάρρους, ανανδρία, λιγοψυχία, σε Ηρόδ., Σοφ.· δειλίην ὀφλεῖν, μου προσάπτεται η κατηγορία της δειλίας, σε Ηρόδ.

Greek (Liddell-Scott)

δειλία: ἡ, τὸ νὰ εἶναί τις δειλός, φόβος, ἀνανδρία, Ἡρόδ. 1. 37, Σοφ. Ο. Τ. 536, κτλ.· δειλίην ὀφλεῖν, κατηγορεῖσθαι ἐπὶ ἀνανδρίᾳ, Ἡρόδ. 8. 26· δειλίας ὀφλεῖν (ἐνν. δίκην) Ἀνδοκ. 10. 21· ἔνοχος δειλίας (ἐνν. δίκῃ) Λυσ. 140. 1. μεταξὺ δειλίας καὶ θρασύτητος κεῖται ἡ ἀνδρεία Ἀριστ. Ἠ. Ν. 3, 9.

Middle Liddell

δειλός
cowardice, Hdt., Soph.; δειλίην ὀφλεῖν to be charged with cowardice, Hdt.

Chinese

原文音譯:deil⋯a 得利阿
詞類次數:名詞(1)
原文字根:畏懼
字義溯源:膽怯,膽小,懼怕;源自(δειλός)=膽怯的);而 (δειλός)出自(δέομαι)X*=畏懼)。(註:和合本不用 (δειλία) 而用 (δειλιάω))
出現次數:總共(1);提後(1)
譯字彙編
1) 膽怯的(1) 提後1:7

Translations

cowardice

Arabic: جَبَانَة‎; Egyptian Arabic: جبانة‎; Armenian: վախկոտություն, երկչոտություն; Azerbaijani: qorxaqlıq; Belarusian: трусасць, палахлі́васць, баязлі́васць, маладушнасць; Bulgarian: страхливост, малодушие; Catalan: covardia; Cebuano: katalawan; Chinese Mandarin: 膽怯/胆怯, 怯懦; Czech: zbabělost; Danish: fejhed; Dutch: lafheid; Esperanto: malkuraĝeco; Estonian: argus; Finnish: pelkuruus; French: lâcheté, couardise; Galician: covardía; Georgian: სიმხდალე; German: Feigheit, Kleinmut, Ängstlichkeit; Greek: δειλία, ανανδρία; Ancient Greek: ἀνάλκεια, ἀνανδρία, ἀποδειλίασις, ἀποκάκησις, ἀτολμία, ἀψυχία, δειλία, δειλίη, δειλότης, κακανδρία, κάκη, κακία, κακότης, μικροθυμία, ὀλιγοθυμία, ὀλιγοψυχία, ὀλιγοψυχίη, πονηρία, ῥιψασπία, ταπεινότης, ὑποστολή; Guaraní: py'amirĩ; Hebrew: פַּחְדָנוּת‎; Hindi: कायरता, बुज़दिली; Hungarian: gyávaság; Icelandic: gunguskapur, heigulsháttur, ragmennska, bleyði; Ido: poltroneso, deskurajo; Ilocano: takrot; Indonesian: kepengecutan; Interlingua: coardia; Italian: codardia, viltà, pusillanimità, vigliaccheria; Ivatan: katahaw; Japanese: 憶病, 卑怯; Kazakh: жүрексіздік, қорқақтық; Korean: 비겁(卑怯); Kurdish Northern Kurdish: newêrekî, tirsokî, tirsonekî, bêcesaretî, bêcuretî; Kyrgyz: коркоктук, жүрөксүздүк; Ladino: kagadero, kagatina; Latin: ignavia; Latvian: gļēvulība; Lithuanian: bailumas; Macedonian: кукавичлук, плашливост; Malayalam: ഭീരുത്വം; Middle English: cowardnesse, cowardie, cowardise; Norwegian Bokmål: feighet; Nynorsk: feigskap; Old English: ierġþ; Old Norse: bleyði, argskapr, hugbleyði, geitarhugr, klaeki, ragmennska, ragskapr, regi; Ottoman Turkish: یوركسزلك‎, طبانسزلق‎; Persian: بزدلی‎; Polish: tchórzostwo, tchórzliwość, bojaźliwość; Portuguese: covardia; Romanian: poltronerie, lașitate; Russian: трусость, трусливость, малодушие, боязливость, бздение; Scottish Gaelic: cladhaireachd; Serbo-Croatian Cyrillic: кукавѝчлук, стра̀шљиво̄ст, пла̀шљиво̄ст, боја̀жљиво̄ст; Roman: kukavìčluk, stràšljivōst, plàšljivōst, bojàžljivōst; Slovak: zbabelosť; Slovene: boječnost, strahopetnost; Spanish: cobardía; Swedish: feghet; Tagalog: kaduwagan, karuwagan; Tajik: буздилӣ, тарсончакӣ; Tarifit: tiggʷdi; Tatar: куркаклык; Telugu: పిరికితనము; Thai: ความขี้ขลาด; Turkish: korkaklık; Turkmen: gorkaklyk; Ukrainian: боягузтво, малодушність; Urdu: بُزْدِلی‎; Uyghur: قورقۇنچاقلىق‎; Uzbek: qoʻrqoqlik, yuraksizlik; Vietnamese: tính nhút nhát; Volapük: dredöf