ὑπνωδία
From LSJ
ζηλοῦτε δὲ τὰ χαρίσματα τὰ μείζονα. Καὶ ἔτι καθ᾽ ὑπερβολὴν ὁδὸν ὑμῖν δείκνυμι (1 Corinthians 12:31) → But go ahead and strive for the greater gifts. And I'm about to show you a still more excellent way.
English (LSJ)
ἡ, sleepiness, drowsiness, Iamb.Protr. 21.κέ p.110P.
German (Pape)
[Seite 1207] ἡ, Schläfrigkeit, Iambl.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπνωδία: ἡ, τὸ ὑπνῶδες ἢ ὑπνηλόν, νυσταγμός, Ἰάμβλ. Προτρ. σ. 326.
Greek Monolingual
η / ὑπνωδία, ΝΑ ὑπνώδης
νεοελλ.
κατάσταση νάρκωσης μερικών εντόμων
αρχ.
υπνηλία.