φόβητρον
τὸν αὐτὸν ἔρανον ἀποδοῦναι → pay him back in his own coin, repay him in his own coin, pay someone back in their own coin, pay back in someone's own coin, give tit for tat, pay back in kind
English (LSJ)
τό, scarecrow, bugbear, terror, LXX Is.19.17: elsewhere always in plural terrors, Hp.Morb.Sacr.1 (s.v.l.), Pl.Ax.367a, Ev.Luc.21.11; Τισιφόνης τὰ φ., prob. tragic masks of the Furies, AP11.189 (Lucill.).
German (Pape)
[Seite 1294] τό, Schreckmittel, Plat. Ax. 367 a; Schreckbild, Scheusal, τὰ φόβητρα Τισιφόνης, vielleicht Masken, Lucill. 81 (XI, 183).
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
épouvantail;
NT: phénomène effrayant, événement terrifiant.
Étymologie: φοβέω.
Russian (Dvoretsky)
φόβητρον: τό страшное явление, пугало, страшилище Plat., Luc., NT, Anth.
Greek (Liddell-Scott)
φόβητρον: τό, τὸ φόβου ποιητικόν, τὸ προξενοῦν φόβον, φοβερὸν πρᾶγμα, Ἑβδ. (Ἠσαΐ. ΙΘ΄, 17)· ἀλλαχοῦ ἀεὶ ἐν τῷ πληθ., φοβερά, τρομερὰ πράγματα, Ἱππ. 303. 16, Πλάτ. Ἀξίοχ. 367Α, Εὐαγγ. κ. Λουκ. κα΄, 11· Τισιφόνης τὰ φόβητρα, πιθαν. τραγικὰ προσωπεῖα τῶν Ἐρινύων, Ἀνθ. Π. 11. 189.
English (Strong)
neuter of a derivative of φοβέω; a frightening thing, i.e. terrific portent: fearful sight.
English (Thayer)
(or φοβηθρον (so L Tr WH; see WH's Appendix, p. 149)), φοβητρου, τό (φοβέω), that which strikes terror, a terror (cause of) fright: Plato, Ax., p. 367a.; Hippocrates, Lucian, others (but always in plural (Liddell and Scott)); for חָגָא, Isaiah 19:17.)
Greek Monotonic
φόβητρον: τό (φοβέω), σκιάχτρο, αυτό που προξενεί φόβο, σε πληθ., τρομερά πράγματα, σε Πλατ., Κ.Δ.
Middle Liddell
φόβητρον, ου, τό, φοβέω
a scarecrow, terror, in plural terrors, Plat., NTest.
Chinese
原文音譯:fÒbetron 賀卑特朗
詞類次數:名詞(1)
原文字根:懼怕 相當於: (חָגָּא) (פָּחַד)
字義溯源:可怕的事,可怕的異象;源自(φοβέομαι / φοβέω)=害怕),而 (φοβέομαι / φοβέω)出自(φόβος)=恐懼,可怕), (φόβος)又出自(φαῦλος)Y*=在懼怕中)
出現次數:總共(1);路(1)
譯字彙編:
1) 可怕的異象(1) 路21:11