επίσειον

From LSJ
Revision as of 06:32, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (13)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur

Menander, Monostichoi, 560

Greek Monolingual

και επίσιον, το (Α ἐπίσειον και ἐπίσιον)
1. εφήβαιο, το προς την ήβη μέρος του αιδοίου
2. η τρίχωση του εφηβαίου, η ήβη
3. (κατά τον Ησύχ.) «ἐπίσειον
το αἰδοῑον ἀνδρὸς καὶ γυναικός».
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Βεβαιότητα υπάρχει για την μακρότητα του -ι- της προπαραλήγουσας. Ίσως η λ. είναι σύνθετη από το επί και ἴσοςἶσος, στην επική και ιωνική ποίηση)].