δακτυλῖτις

From LSJ
Revision as of 12:03, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

τοῖς οἰκείοις βουλεύμασιν ἁλίσκεσθαι → hoist by one's own petard, hoist with one's own petard, hoist on one's own petard, hoisted by one's own petard, be hoist with one's own petard

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δακτῠλῖτις Medium diacritics: δακτυλῖτις Low diacritics: δακτυλίτις Capitals: ΔΑΚΤΥΛΙΤΙΣ
Transliteration A: daktylîtis Transliteration B: daktylitis Transliteration C: daktylitis Beta Code: daktuli=tis

English (LSJ)

ἡ, = ἀριστολοχεία μακρά, Dsc.3.4, Isid.Etym.17.9.52.

Spanish (DGE)

-ιδος, ἡ
bot. aristoloquia larga, Aristolochia longa L., Dsc.3.4, Heras en Gal.13.544, Isid.Etym.17.9.52, cf. δακτυλίς 3.

German (Pape)

[Seite 520] ιδος, ἡ, eine Pflanze, Diosc.

Greek (Liddell-Scott)

δακτῠλῖτις: ἡ, εἶδος φυτοῦ (aristolochia longa ?) Διοσκ. 3. 5.

Greek Monolingual

η (Α δακτυλῑτις)
νεοελλ.
βοτ. γένος φυτών από τα οποία το γνωστότερο είναι η δακτυλίτις η πορφυρά
αρχ.
το φυτό αριστολοχεία η μακρά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δάκτυλος. Η ονομασία του φυτού οφείλεται στο σχήμα της ρίζας του που μοιάζει με δάχτυλο].