φοινίκι

From LSJ
Revision as of 12:44, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (45)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Τύχη τέχνην ὤρθωσεν, οὐ τέχνη τύχην → Artem fortuna, non ars fortunam erigit → Das Glück erhöht die Kunst und nicht die Kunst das Glück

Menander, Monostichoi, 495

Greek Monolingual

το / φοινίκιον, ΝΜΑ, και φοινίκιν Μ [[φοῑνιξ (III), -οίνικος]]
είδος φοινικοειδούς φυτού, η χουρμαδιά
νεοελλ.
1. ο καρπός του παραπάνω φυτού, ο χουρμάς
2. είδος γλυκίσματος, το μελομακάρονο
αρχ.
κρασί από τους καρπούς του φυτού αυτού.