καλοβάτης
From LSJ
Εὐνοῦχος ἄλλο θηρίον τῶν ἐν βίῳ → Eunuchus, alia vitam spurcans bestia → Ein weitres Lebensungetüm ist der Eunuch
English (LSJ)
[βᾰ], ον, ὁ, tight-rope walker, SIG847.5 (Delph.), Man.5.146; = funambulus, Glossaria.
Greek Monolingual
ο (AM καλοβάτης)
αυτός που βαδίζει πάνω σε καλόβαθρο
αρχ.
αυτός που βαδίζει πάνω σε σχοινί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο)- + -βάτης (< βαίνω), πρβλ. ακροβάτης, ορειβάτης.
German (Pape)
[κᾱ], ὁ, = καλοβάμων, Man. 5.146.