οπή

From LSJ
Revision as of 12:10, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (29)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

πολιτεύω πόλεμον ἐκ πολέμου → make perpetual war the principle of government

Source

Greek Monolingual

η (ΑΜ ὀπή, Α δωρ. τ. ὀπά)
άνοιγμα ή κοίλη εσοχή σε κάποιο σώμα, τρύπα
νεοελλ.
1. (ηλεκτρον.) θετικά φορτισμένη περιοχή στη ζώνη σθένους ενός ατόμου, η οποία δημιουργείται κατά τη μετακίνηση ενός ηλεκτρονίου από τη ζώνη σθένους προς τη ζώνη αγωγιμότητας
2. φρ. «μελανή οπή» ή «μαύρη οπή»
αστρον. ουράνιο αντικείμενο στο οποίο η πυκνότητα της ύλης είναι τόσο μεγάλη ώστε το ισχυρότατο βαρυτικό πεδίο του δεν επιτρέπει να διαφύγει από αυτό κανενός είδους ακτινοβολία και το οποίο θεωρείται ότι αποτελεί την τελική φάση στην εξέλιξη ενός μεγάλου αστέρα που έχει εξαντλήσει τελείως τις πηγές θερμοπυρηνικής ενέργειάς του
αρχ.
1. η καπνοδόχος
2. παράθυρο, φεγγίτης
3. όραση
4. στον πληθ. αι οπαί
αρχιτ. ανοίγματα στο επιστύλιο τα οποία χρησίμευαν για την υποδοχή τών άκρων τών δοκών
5. ποντικότρυπα
6. άνοιγμα πάνω στη γη
7. φυσικό άνοιγμα του σώματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ανάγεται στην ΙΕ ρίζα okw- «βλέπω» (βλ. και λ. όπωπα). Αξιοσημείωτη είναι η εξέλιξη της λ. από τη σημ. «όραση» στη σημ. «άνοιγμα απ' το οποίο βλέπει κανείς, τρύπα». Η λ. ὀπή απαντά ως β' συνθετικό με τη μορφή -ωπός στις λ. εὐρ-ωπός, πολυ-ωπός, στεν-ωπός με έκταση λόγω συνθέσεως. Τα σύνθ. αυτά διακρίνονται από τα σύνθ. σε -ωπός < ὄψ, ὄπωπα. Τέλος, η λ. απαντά ως β' συνθετικό χωρίς έκταση στις λ. δι-όπη, ἐν-όπη, βορβορ-όπη, μετ-όπη].