ραπίς
Γυναικὶ κόσμος ὁ τρόπος, οὐ τὰ χρυσία → Non ornat aurum feminam at mores probi → Die Art schmückt eine Frau, nicht güldenes Geschmeid
Greek Monolingual
η / ῥαπίς, -ίδος, ΝΜΑ
νεοελλ.
1. βοτ. φοινικοειδές φυτό της Άπω Ανατολής
2. ανατ. νηματοειδές τμήμα του πυρήνα τών κυττάρων
μσν.-αρχ.
ράβδος, ραβδί
αρχ.
1. είδος υποδήματος, κρηπίς
2. δωρ. τ. του ῥαφίς
3. γογγυλίς, είδος λάχανου, δανκί.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. ῥαπίς συνδέεται με το ρ. ῥαπίζω (βλ. λ. ραπίζω) και, κατά μία άποψη, έχει προέλθει, κατ' απόσπαση, από σύνθ. τύπους με β' συνθετικό -ρραπις (πρβλ. εύρραπις, χρυσόρραπις) και διατήρησε την κατάλ. -ις που απαντά κυρίως σε σύνθ. λ. (πρβλ. άν-αλκ-ις, ίππ-ουρ-ις). Έχει προταθεί, επίσης, η σύνδεση της λ. ῥαπίς με τη λ. ῥάβδος (βλ. λ. ράβδος). Ωστόσο, προβλήματα γεννά η σημ. της λ., αφού μόνο στον Ησύχ. και στον Φώτ. η λ. ῥαπίς έχει σημ. «ράβδος», ενώ παραδίδονται και άλλες σημ. οι οποίες θα μας οδηγούσαν στη σύνδεση με άλλους τύπους όπως ῥαφίς ή ῥάπυς / ῥάφανος (βλ. και λ. ραπίζω)].