ἀνομολογούμενος

From LSJ
Revision as of 10:25, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

ἀλλὰ διὰ τῆς ἀγάπης δουλεύετε ἀλλήλοις. ὁ γὰρ πᾶς νόμος ἐν ἑνὶ λόγῳ πεπλήρωται, ἐν τῷ Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → but be enslaved to each other through love; for the whole Torah is fulfilled in one statement: You will love your neighbor as yourself (Galatians 5:13f.)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνομολογούμενος Medium diacritics: ἀνομολογούμενος Low diacritics: ανομολογούμενος Capitals: ΑΝΟΜΟΛΟΓΟΥΜΕΝΟΣ
Transliteration A: anomologoúmenos Transliteration B: anomologoumenos Transliteration C: anomologoymenos Beta Code: a)nomologou/menos

English (LSJ)

η, ον,
A not agreeing, inconsistent, ἵνα μὴ ἀ. ἦ ὁ λόγος Pl.Grg. 495a; ἀ. τοῖς προειρημένοις Arist.APr.48a21, cf. Chrysipp.Stoic.3.125.
2 not admitted, not granted, τὰ ἀνομολογούμενα συνάγειν Arist.Rh.1396b28, cf. 1400a15:—Adj., compd. of ἀ- priv. and ὁμολογούμενος; for a Verb ἀνομολογέομαι, disagree with, does not occur. Adv. ἀνομολογουμένως Gal.5.470.

Spanish (DGE)

-η, -ον
I 1inconsistente λόγος Pl.Grg.495a
c. dat. ἀ. τοῖς προειρημένοις incongruente con lo dicho antes Arist.APr.48a21.
2 que no es admitido subst. τὰ ἀ. συνάγειν Arist.Rh.1396b28, τὰ ἀ. σκοπεῖν Arist.Rh.1400a15.
II adv. ἀνομολογουμένως = en forma incongruente τὸ τῇ φύσει ζῇν Gal.5.470.

French (Bailly abrégé)

η, ον :
1 non d'accord, contradictoire avec, τινι;
2 non convenu.
Étymologie: , ὁμολογέω.

German (Pape)

nicht übereinstimmend, abweichend, Plat. Gorg. 495a, Schol. ἀσύμφωνος; worüber man verschiedener Meinung ist, Arist. rhet. 2.22.

Russian (Dvoretsky)

ἀνομολογούμενος:
1 (внутренне), противоречивый (λόγος Plat.);
2 противоречащий, несогласный (τοῖς προειρημένοις Arst.);
3 не общепринятый Arst.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνομολογούμενος: -η, -ον, ὁ μὴ συμφωνῶν, ἀσύμφωνος, ἀπᾴδων πρός τι, ἵνα ... μὴ ἀνομολογούμενος ᾖ ὁ λόγος Πλάτ. Γοργ. 495Α˙ τοῦτο δὲ ἀνομολογούμενον τοῖς προειρημένοις Ἀριστ. Ἀναλυτ. Πρ. 1. 34, 4. 2) ὁ μὴ ὁμολογηθείς, ὁ μὴ γενόμενος παραδεκτός, ἐξ ἀνομολογουμένων συνάγειν ὁ αὐτ. Ρητορ. 2. 22, 15, πρβλ. 2. 23, 23. - Ἐπίθ. σύνθετον ἐκ τοῦ ἀρνητ. ἀν- καὶ ὁμολογούμενοςϏ - ἐπειδὴ εἶναι ἐναντίον τῆς ἀναλογίας νὰ ὑποθέσωμεν ῥῆμα ἀνομολογέομαι μετὰ τῆς σημασίας διαφωνῶ πρός τινα. - Ἐπίρρ. -νως Γαλην.

Greek Monotonic

ἀνομολογούμενος: -η, -ον, αυτός που δε βρίσκεται σε συμφωνία, ασύμφωνος, σε Πλάτ.

Middle Liddell


not agreeing, inconsistent, Plat.